Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ




Στην θέση των χριστουγέννων, οι πρόγονοί μας εώρταζαν το λεγόμενο «Τριέσπερον», μία εορτή η οποία γενικεύεται από τους ελληνιστικούς χρόνους κι εντεύθεν, Το «Τριέσπερον» ξεκινούσε με το Χειμερινό Ηλιοστάσιο (τη νύκτα της 21ης προς την 22α του Δεκεμβρίου, τη μεγαλύτερη δηλαδή νύκτα του έτους) και κορυφωνόταν με την αναγέννηση του φωτοδότη Ηλίου (τη νύκτα της 24ης προς 25η, όταν η ημέρα έχει ήδη μείνει «στάσιμη» επί 3 ημέρες μετά το Ηλιοστάσιο και αρχίζει πλέον να μεγαλώνει).

Τα Κάλαντα του Τριέσπερου, ευθέως από τους Αρχαίους Χρόνους,
ακόμα τραγουδιούνται στην Κύπρο σε ορισμένα ορεινά χωριά.


Τα Κάλαντα του Τριέσπερου

Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας Ηλίου τη θεία γέννηση να πω στ' αρχοντικό σας. 

Απόλλων άρχοντα θεέ,
έλα ξανά κοντά μας συ φωτοδότη Βασιλιά,
φώτισε την καρδιά μας. 

Λιώσε τα χιόνια στα βουνά ζέστανε τα πλατάνια φέρε μας γέλια και χαρά, ειρήνη και ζωντάνια. 

Στο σπίτι αυτό που μπήκαμε οι εστίες να μη σβήσουν
κι όλοι οι νοικοκυραίοι του χίλια χρόνια να ζήσουν!!! 

Στα παιδιά έδιναν γλυκά φρούτα μα ποτέ χρήματα!!Τα παιδιά τότε έλεγαν τα κάλαντα ως ύμνους προς τους Θεούς.





Η ρίζα του εθίμου

Τα κάλαντα είναι αρχαϊκὸ ελληνικὸ και ρωμαϊκό έθιμο, ενώ η λέξη κάλαντα έχει λατινική προέλευση. Η ρίζα τους φαίνεται ότι ξεκινάει απὸ τοὺς «αγερμούς» της αρχαίας Ελλάδας. 

Οι αγερμοὶ (απὸ τὸ ρήμα ἀγείρω = αθροίζω, μαζεύω) αρχικά ήταν έρανοι για την οικονομικὴ στήριξη ενός πολιτικού ή ζητιανιὰ των φτωχών στα αρχοντικὰ των πλουσίων ή στους ναοὺς που πανηγύριζαν ή θρησκευτική ζητιανιά σιτηρών και άλλων αγροτικών προϊόντων για τους ναούς και τα μοναστήρια των θηλυκών κυρίως θεοτήτων, όπως της Ρέας, Ειλειθυίας, Κυβέλης, Αρτέμιδος, Ήρας και άλλων.

Κάποια στιγμή πέρασαν από τους θρησκευτικούς στους παιδικούς αγερμούς, σε πράγματα δηλαδή που μάζευαν κάποια παιδιά, τα οποία ανακοίνωναν τις ημερολογιακές αλλαγές. 

Όπως είναι λογικό, στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν ακριβή ημερολόγια. 

Το αρχαιότερο ημερολόγιο το έγραψε κατά τον Δ΄ π.Χ. αιώνα ο μαθηματικός και αστρονόμος Εύδοξος ο Κνίδιος, σύγχρονος του Αριστοτέλη, γι΄ αυτὸ και λεγόταν «Ευδόξου Τέχνη». 

Απὸ την προϊστορικὴ εποχή ο άνθρωπος είχε παρατηρήσει τα τέσσερα κρίσιμα σημεία του έτους, που το χωρίζουν σε τέσσερα τέταρτα (εποχές), δηλαδή τις δύο ισημερίες, εαρινή στις 20 Μαρτίου και φθινοπωρινή στις 22 Σεπτεμβρίου, και τα δύο ηλιοστάσια, το χειμερινή στις 21 Δεκεμβρίου με τη μεγαλύτερη νύχτα της χρονιάς, και το θερινὸ στις 21 Ιουνίου με τη μεγαλύτερη ημέρα της χρονιάς. Τις αλλαγές αυτές τις διαπίστωναν παρατηρώντας το βορειότερο και το νοτιώτερο σημείο της ανατολής και της δύσης του Ηλίου στις οροσειρές του ορίζοντα.

Τις ακριβείς ημερολογιακές αλλαγές του έτους ή και του μηνός τις ανακοίνωναν εκείνοι που ασχολούνταν με τα ημερολόγια και ο απλός λαός τις μάθαινε από μικρά παιδιά, μικροὺς ἀγγελιοφόρους, που μετέφεραν το μήνυμα της χρονικής αλλαγής με αγγελτήρια και ευχετήρια τραγουδάκια και έπαιρναν φιλοδωρήματα. 

Στην αρχή, που δεν υπήρχε νόμισμα, τα φιλοδωρήματα ήταν ξηροὶ ή λιασμένοι καρποί, αμύγδαλα, καρύδια, ξυλοκέρατα, σύκα ή τρόφιμα, αυγά, τυρί, κρέας, ψωμιά, κουλούρες, κρασὶ στο ποτήρι, σιτάρι, κριθάρι, μέλι, αλάτι και διάφορα άλλα καλούδια απὸ το κελλάρι του κάθε σπιτιού. Αργότερα ήταν καινομίσματα μικρής αξίας, όπως οι οβολοὶ.

Τα παιδιά της προϊστορικής εποχής έλεγαν το μήνυμα και τις ευχές κάθε πρωτομηνιά (νεομηνία), όπως μνημονεύει ο συντάκτης του ψευδηροδότειου Βίου του Ομήρου, που γράφει ότι δήθεν ο φτωχὸς και τυφλός Όμηρος παραχειμάζων ἐν τῇ Σάμῳ, ταῖς νουμηνίαις προσπορευόμενος πρὸς τὰς οἰκίας τὰς εὐδαιμονεστάτας, ἐλάμβανέ τι ἀείδων τὰ ἔπεα τάδε, ἃ καλεῖται εἰρεσιώνη˙ ὡδήγουν δὲ αὐτὸν καὶ συμπαρῆσαν αἰεὶ τῶν παίδων τινὲς τῶν ἐγχωρίων,δηλαδή ο Όμηρος «περνώντας το χειμώνα στη Σάμο κάθε πρώτη του μηνός περνούσε από αρχοντικό σε αρχοντικό, και έπαιρνε κάτι, αφού τραγουδούσε τα λόγια αυτά, τα οποία ονομάζουν ειρεσιώνη. Και τον οδηγούσαν κάθε φορά παιδιά από την περιοχή αυτή, που τραγουδούσαν κι αυτά μαζί του». 

Ο χαρακτηρισμός των τραγουδιών αυτών ως «ειρεσιώνη» δείχνει την εξέλιξη των αγερμών στο πέρασμα των χρόνων και την ταύτισή τους με την ειρεσιώνη των αρχαίων Ελλήνων.


Το έθιμο της ειρεσιώνης ήταν έκφραση ευχαριστίας για τη γονιμότητα του έτους που έφευγε και παράκληση να συνεχιστεί η γονιμότητα και η ευφορία και το επόμενο έτος και ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη). 

Όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπως κρεμάμε σήμερα τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια. 

Εκεί θα έμενε μέχρι το επόμενο έτος, όποτε θα καίγονταν σε τελεστική φωτιά, όπως καίμε στις μέρες μας τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια στις φωτιές του Αη-Γιάννη. 

Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από τη θύρα του Ιερού του Απόλλωνα.

Ας δούμε τους επόμενους στίχους, που φέρεται ότι τραγούδησε στη Σάμο, κατά το έθιμο της ειρεσιώνης, ο Όμηρος και μας διασώζει ο Πλούταρχος («Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς 22»):

Δώμα προσετραπόμεσθ’ ανδρός μέγα δυναμένοιο,

ος μέγα μεν δύναται, μέγα δε βρέμει, όλβιος αιεί.

Αυταί ανακλίνεσθαι θύραι πλούτος γαρ έσεισι πολλός,

συν πλούτω δε και ευφροσύνη τεθαλυία, ειρήνη τ’αγαθή…

Όσα δ’ άγγεα, μεστά μεν είει κυρβαίη δ’ αεί

κατά καρδόπου έρποι μάζα…


Δηλαδή:

Ήρθαμε στο αρχοντικὸ μεγάλου νοικοκύρη,

γενναίου με τρανή φωνή και πάντα ευτυχισμένου.

Ανοίξτε πόρτες μόνες σας, ο πλούτος να ‘μπει μέσα,

και με τον πλούτο συντροφιά χαρά και ευτυχία

και η ειρήνη η γλυκιά στο σπίτι να ριζώσει.

Όσα δοχεία έχετε, όλα γεμάτα να ‘ναι

στη σκάφη το ζυμάρι σας πάντοτε να φουσκώνει.


Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου το συναντάμε σήμερα με μικρές παραλλαγές στα κάλαντα της Θράκης:

Στο σπίτι ετούτο πού ‘ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη

ν’ ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα

να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη

και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι

κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι.


Επομένως τα κάλαντα με τις αρχαίες ελληνικές ονομασίες τους, αγερμοί, ειρεσιώνες κ.α. ήταν κοινωνικά και ημερολογιακά άσματα χωρίς κανένα θρησκευτικό χαρακτήρα. 

Θρησκευτικά στοιχεία, ειδωλολατρικά στην αρχή και χριστιανικά στη συνέχεια, μπήκαν σ᾽ αυτά μόνο σε όψιμα χρόνια.

Στη βυζαντινή εποχή

οι φτωχοί και χαμηλών στρωμάτων άνθρωποι δεν είχαν το δικαίωμα να μιλούν στους αριστοκράτες παρά μόνο σε γιορτές, όπου μπορούσαν να τους απευθύνουν ευχές. 

Ένα φτωχό παλικάρι, λοιπόν, εκείνη την εποχή είχε ερωτευθεί σφοδρά μια κόρη αυτοκρατορικής οικογένειας, ψηλή, όμορφη και γλυκιά, που κυκλοφορούσε φορώντας ένα από τα συνηθισμένα ψηλά καπέλα της εποχής. Επειδή δεν είχε άλλο τρόπο να της εκφράσει τον έρωτά του, σκέφτηκε να πάει την Πρωτοχρονιά να τις πει τις ευχές του για το νέο έτος, αλλά να τροποποιήσει το ποιηματάκι με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη γίνει αντιληπτός από τους άλλους.

Σε κάθε στίχο από τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς παρενέβαλλε και ένα στιχάκι δικό του, το οποίο θα απευθυνόταν στην κοπέλα, όπως διαπιστώνουμε, αν εξετάσουμε προσεκτικά το περιεχόμενό τους [σε αγκύλες οι ενδιάμεσοι στίχοι, που απευθύνονται στην καλή του].


Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά

[ψιλή μου δεντρολιβανιά]

Κι αρχή καλός μας χρόνος

[εκκλησιά με τ’ άγιο θόλος]

Άγιος Βασίλης έρχεται

[και δε μας καταδέχεται]

από την Καισαρεία

[συ σ’ αρχόντισσα κυρία]

Βαστάει πένα και χαρτί

[Ζαχαροκάντυο ζυμωτή]

Χαρτί χαρτί και καλαμάρι

[δες και με το παλικάρι]

Όπως διαπιστώνουμε, την αποκαλεί ψηλή σαν δεντρολιβανιά, την παρομοιάζει με Εκκλησιά με το Άγιο Θόλος (θόλος εκκλησίας), επειδή φορούσε ψηλό καπέλο με τούλι στην κορυφή, της λέει ότι δεν τον καταδέχεται, γιατί είναι αρχόντισσα κυρία, την αποκαλεί ζαχαροκάντυο ζυμωτή, δηλαδή γλυκιά σαν κάποιο παραδοσιακό γλύκισμα, και την παρακαλεί να του ρίξει μια ματιά (δες και με το παλικάρι!). 

Αυτό το βυζαντινό τραγουδάκι έμεινε ως τις μέρες μας ως παράδοση που διατηρήθηκε από στόμα σε στόμα, αλλά η ιστορία ξεχάστηκε στα βάθη των αιώνων. 

Έτσι λοιπόνμια ιστορία αγάπης έγινε τραγούδι και για αιώνες τα παιδιά το τραγουδάνε κάθε Πρωτοχρονιά παίρνοντας τον μποναμά τους.

Τα κάλαντα, που ακούμε σήμερα

είναι πολλά ποικίλα, και γεμάτα παραλλαγές, αυτοσχεδιασμούς,αποχρώσεις και ποικίλουν ανάλογα. 

Είναι τραγούδια με στίχους, που από τη μια υπενθυμίζουν – αναγγέλλουν-τονίζουν την έλευση κάποιας χαρμόσυνης γιορτής,και αυτη ειναι η

αναγέννηση του Διονύσου, ο οποίος γεννήθηκε από την παρθένο Σεμέλη και σκοτώθηκε από τους τιτάνες. 

Αυτή η αρχαία Ελληνική γιορτή είχε ταυτιστεί με τη γιορτή του Ήλιου, τον οποίο οι αρχαίοι λαοί είχαν θεοποιήσει. 

Συγκεκριμένα στους Έλληνες ο Ήλιος είχε ταυτιστεί με τον Φωτοφόρο Απόλλωνα, ο οποίος απεικονιζόταν πάνω στο ιπτάμενο άρμα του να μοιράζει το φως του Ήλιου. 

Οι αρχαίοι λαοί αναπαριστούσαν την κίνηση του ήλιου με τη ζωή ενός ανθρώπου, που γεννιόταν κατά τη χειμερινή τροπή του ήλιου, μεγάλωνε βαθμιαία καθώς αυξάνονταν και οι ώρες που ο ήλιος φωταγωγούσε τη Γη, και πέθαινε ή ανασταίνονταν το Μάρτιο, την ημέρα της Εαρινής Ισημερίας, συμβολίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αναγέννηση του φυτικού βασιλείου μέσα από τη μήτρα της Γης.

Το χειμερινό Ηλιοστάσιο 22-25 Δεκεμβρίου σημαίνει την αρχή του χειμώνα και ο Ήλιος αρχίζει βαθμιαία να αυξάνει την ημέρα μέχρι να εξισωθεί με τη νύχτα κατά την Ισημερία το Μάρτιο. 

Τότε «αλλάζει ο χρόνος», ο Ήλιος νικά το σκοτάδι και έρχεται η άνοιξη, η εποχή της αναγέννησης της φύσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου