Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΩΥΣΗ - ΠΟΥ...ΔΕΝ ΕΓΡΑΨΕ Ο ΜΩΥΣΗΣ


Η Καινή Διαθήκη είναι μια αρκετά τυχαία, πολύ αποσπασματική επιλογή από τα υπολείμματα της παράδοσης. Η ίδια η Βίβλος αναφέρει 19 τίτλους μη σωζόμενων κειμένων, ανάμεσα τους το «Βιβλίο των ηρώων», το «Βιβλίο των πολέμων του Γιαχβέ», το «Βιβλίο του προφήτη Ιδδώ». Αλλά η έρευνα δέχεται ότι υπήρχαν και πολλά άλλα βιβλικά κείμενα, από τα οποία δεν σώζεται ούτε ο τίτλος.

Σώζονται κυρίως τα δήθεν αρχαιότερα και σεβαστότερα, τα αποκαλούμενα πέντε βιβλία του Μωυσή, δηλαδή η «Τορά», η «Πεντάτευχος», ονομασία η οποία εμφανίστηκε γύρω στο 200 μ.Χ. σε γνωστικούς και χριστιανούς συγγραφείς. Έως και τον 16ο αιώνα πίστευαν ομόφωνα ότι αυτά τα κείμενα είναι τα αρχαιότερα της Παλαιάς Διαθήκης και ότι χρονικά βρίσκονταν στην αρχή. Περί αυτού ούτε λόγος πλέον. Και η Γένεση, το πρώτο βιβλίο, λανθασμένα βρίσκεται στην πρώτη θέση. Και, παρόλο που τον 19ο αιώνα περιώνυμοι γνώστες της Βίβλου πίστευαν ότι μπορούσαν να ανασκευάσουν ένα «αρχέτυπο» της Βίβλου, ένα πραγματικό πρωτότυπο, και αυτή η γνώμη έχει απορριφθεί. Μάλιστα ακόμη χειρότερα: «Κατά πάσα πιθανότητα δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο πρωτότυπο κείμενο» (Cornfeld/Botterweck).

Η Παλαιά Διαθήκη παραδίδεται (στο μεγαλύτερο μέρος της) ανώνυμα, αποδίδει όμως την Πεντάτευχο στο Μωυσή, και οι χριστιανικές Εκκλησίες διακήρυσσαν έως και τον 20ό αιώνα τη συγγραφική του πατρότητα. Ενώ οι πατριάρχες Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ, οι προπάτορες και πατριάρχες του Ισραήλ, λέγεται ότι έζησαν ανάμεσα στον 21ο και τον 15ο αιώνα π.Χ., ή ανάμεσα στο 2000 και 1700 π.Χ., αν γενικά έζησαν ποτέ, ο Μωυσής λέγεται ότι έζησε τον 14ο ή 13ο αιώνα, εάν γενικά έζησε ποτέ...

Εκτός Βίβλου, πάντως, δεν υπάρχουν «γραπτά τεκμήρια » αυτών των σεβάσμιων (και ακόμη πιο νέων) προσώπων. Δεν υπάρχουν αποδείξεις της ύπαρξης τους. Πουθενά δεν άφησαν κάποιο χειροπιαστό ιστορικό ίχνος· ούτε σε πέτρα, μπρούντζο ή παπύρους, ούτε σε κεραμικές πλάκες ή κυλίνδρους, και αυτό συμβαίνει, παρόλο που είναι νεότεροι από ό,τι παραδείγματος χάρη πολλοί Αιγύπτιοι ηγεμόνες οι οποίοι τεκμηριώνονται με τρανά ιστορικά στοιχεία, από ό,τι παραδείγματος χάρη πολλοί διάσημοι τάφοι, ιερογλυφικά, κείμενα σφηνοειδούς γραφής, κοντολογίς, γνήσιες μαρτυρίες της ύπαρξης τους. Επομένως, όπως γράφει ο Ernest Garden, «είτε θα τείνουμε να διαψεύσουμε την ύπαρξη των μεγάλων βιβλικών μορφών είτε, σε περίπτωση που παρ' όλα αυτά θελήσουμε να τους παραχωρήσουμε ιστορικότητα ελλείψει οποιασδήποτε γραπτής ιστορικής πηγής, θα πρέπει να δεχτούμε ότι η ζωή τους και η εποχή τους διαδραματίστηκαν με τον τρόπο που τις παρουσιάζει η Βίβλος η οποία συντάσσεται οριστικά μόνο με το υλικό μύθων και αφηγήσεων της Ανατολής που κυκλοφόρησαν στο διάστημα πολλών γενεών».

Για τον Ιουδαϊσμό ο Μωυσής είναι η σημαντικότερη μορφή της Παλαιάς Διαθήκης -τον αναφέρει πάνω από 750 φορές, η Καινή Διαθήκη 80 φορές ως νομοθέτη. Διότι με την πάροδο του χρόνου αντιμετώπιζαν όλους τους νόμους σαν να είχαν δοθεί στο Μωυσή στο όρος Σινά. Με αυτό τον τρόπο απόκτησε για τον Ισραήλ «τη σημασία μιας ολόκληρης εποχής» (Brockington). Δοξαζόταν όλο και περισσότερο. Θεωρείτο θεόπνευστος συντάκτης της Πεντατεύχου. Σε αυτόν, τον δολοφόνο (ενός Αιγυπτίου, επειδή σκότωσε έναν Εβραίο), απέδιδαν ακόμη και προηγούμενη ζωή. Τον ανήγαγαν σε πρώτη μορφή του Μεσσία, και τον Μεσσία σε δεύτερο Μωυσή.

Προέκυψε πλήθος θρύλων για τον Μωυσή, τον 1ο μ.Χ. αιώνα ένα μυθιστόρημα για τον Μωυσή και τέλος ένας τεράστιος αριθμός απεικονίσεων του στην τέχνη. Αλλά άγνωστος παραμένει κάποιος τάφος του Μωυσή. Οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης τον αναφέρουν συνολικά πέντε φορές. Ο Ιεζεκιήλ δεν τον αναφέρει ποτέ! Και αυτοί οι προφήτες ανατρέχουν μεν στην εποχή του Μωυσή, αλλά όχι στον ίδιο. Δεν τον επικαλούνται ποτέ στις θρησκευτικές ηθικές εκκλήσεις τους. Και ο πάπυρος Σαλτ δεν γνωρίζει «Μωυσή με γραπτές ιστορικές πηγές» (Cornelius). Και η αρχαιολογία δεν μας δίνει καμία ένδειξη ύπαρξης του Μωυσή. Οι συροπαλαιστινιακές επιγραφές δεν αναφέρουν τον Μωυσή, όπως και τα κείμενα σφηνοειδούς γραφής ή τα ιερογλυφικά και ιερατικά κείμενα. Ο Ηρόδοτος (5ος αιώνας π.Χ.) δεν γνωρίζει τίποτα για τον Μωυσή. Με λίγα λόγια, δεν υπάρχει τεκμήριο ύπαρξης του Μωυσή έξω από τον Ισραήλ· η μοναδική πηγή μας σχετικά με το πρόσωπο του -όπως συμβαίνει και με τον Ιησού- είναι η Βίβλος (όπως και για την έξοδο από την Αίγυπτο).

Μεμονωμένοι αμφέβαλλαν ήδη στην αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα για τη συγγραφική πατρότητα του Μωυσή και τον ενιαίο χαρακτήρα της Πεντατεύχου. Θεωρούσαν ότι ο Μωυσής δύσκολα θα μπορούσε να παρουσιάζει τον ίδιο του τον θάνατο. Αλλά η πιο επισταμένη κριτική προήλθε μόνο από τους χριστιανούς «αιρετικούς». Ωστόσο, η πρώιμη Εκκλησία δεν έβλεπε κανενός είδους αντιφάσεις στην Παλαιά Διαθήκη και καμία αντίθεση της προς τον Ιησού και τους Αποστόλους.

Τον 20ό αιώνα μερικοί θρησκειολόγοι, ανάμεσά τους ο Eduard Mayer («δεν είναι δουλειά της ιστορικής έρευνας να επινοεί μυθιστορήματα»), και η σχολή του λόγιου Danik από την Πράγα, αμφισβήτησαν γενικά την ιστορική ύπαρξη του Μωυσή, αλλά διώχθηκαν από τους αντιπάλους τους. Περίεργο είναι το γεγονός ότι ακόμη και τα πιο διαυγή μυαλά, οι μεγαλύτεροι σκεπτικιστές και ερευνητές, κάτω από τις ατρόμητες επεμβάσεις των οποίων λιώνει και χάνεται το υλικό των πηγών, οι οποίοι επιχειρούν τη μια κριτική αφαίρεση στη Βίβλο μετά την άλλη, ώστε σχεδόν δεν απομένει πλέον χώρος για κάποια μορφή του Μωυσή -ούτε στο προσκήνιο ούτε στο παρασκήνιο, ούτε στον ενδιάμεσο χώρο-, παρ' όλα αυτά ακόμη και αυτοί οι αδέκαστοι παρουσιάζουν σαν ταχυδακτυλουργοί πάλι τον Μωυσή με όλο του το μεγαλείο, ως δεσπόζουσα μάλιστα μορφή ολόκληρης της ισραηλιτικής ιστορίας.

Ο Beek επίσης που η Παλαιά Διαθήκη δεν δίνει «κατά περίεργο τρόπο κανένα στοιχείο που θα επέτρεπε πιθανώς τον ακριβή χρονολογικό προσδιορισμό της εξόδου από την Αίγυπτο. Δεν ακούμε ούτε το όνομα εκείνου του Φαραώ τον οποίο γνώριζε και ο Ιωσήφ, ούτε το όνομα του Φαραώ που δυνάστευε τον Ισραήλ. Αυτό προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη, αφού η Βίβλος διαφύλαξε κατά τα άλλα πολλές αιγυπτιακές αναφορές σε πρόσωπα, τόπους και αξιώματα... Σε μεγαλύτερες σκέψεις από ό,τι η απουσία χρονολογικών στοιχείων στην Παλαιά Διαθήκη μάς βάζει το γεγονός ότι σε κανένα αιγυπτιακό κείμενο που γνωρίζουμε δεν αναφέρεται κάποια καταστροφή η οποία έπληξε τον Φαραώ και το στρατό του κατά την καταδίωξη των φυγάδων Σημιτών. Καθώς οι γραπτές ιστορικές πηγές προσφέρουν πλήθος υλικού ειδικά για την εν λόγω εποχή, θα μπορούσαμε να περιμένουμε έστω κάποιον υπαινιγμό. Ούτε μπορούμε να κλείσουμε την υπόθεση της σιωπής των αιγυπτιακών πηγών π.χ. με την παρατήρηση ότι οι βασιλικοί ιστοριογράφοι δεν συνήθιζαν να αναφέρονται στις ήττες· διότι τα γεγονότα τα οποία περιγράφονται στη Βίβλο είναι πολύ σπαρακτικά, για να μπορέσουν να αγνοηθούν εντελώς από τους Αιγυπτίους ιστοριογράφους».

«Και ο Μωυσής πέθανε σε ηλικία εκατόν είκοσι χρονών», αναφέρει η Βίβλος, αλλά τα μάτια του «δεν είχαν γίνει αδύναμα, και η δύναμη του δεν είχε χαθεί», ο ίδιος ο Θεός τον έθαψε και «κανείς δεν έχει μάθει για τον τάφο του έως και τη σημερινή ημέρα». Όπως και να το κάνουμε, αυτό το τέλος είναι παράξενο. Σύμφωνα με τον Γκαίτε, ο Μωυσής αυτοκτόνησε, σύμφωνα με τον Φρόιντ, δολοφονήθηκε από τον ίδιο του τον λαό. Έριδες υπήρχαν αρκετές με μεμονωμένους, με τον Ααρών, με τη Μαρία. Αλλά όπως και να έχει το πράγμα, το απερίφραστο τέλος του πέμπτου και τελευταίου βιβλίου, η πρόταση με την οποία τελειώνουν όλα, υπενθυμίζει άλλη μια φορά «τις μεγάλες φρικαλεότητες τις οποίες διέπραξε ο Μωυσής μπροστά στα μάτια ολόκληρου του Ισραήλ».

Αλλά όπως κι αν έχουν τα πράγματα στην περίπτωση του Μωυσή, η έρευνα είναι εντελώς διχασμένη σχετικά με τη σημασία του. Βέβαιο είναι σήμερα μόνο αυτό που αναγνώρισε σαφώς ήδη ο Σπινόζα, δηλαδή το γεγονός ότι τα πέντε βιβλία του Μωυσή τα οποία του υπαγορεύει άμεσα ο αλάθητος λόγος του Θεού, δεν είναι δικά του -αυτό είναι το ομόφωνο συμπέρασμα της έρευνας. Φυσικά υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι με το χαρακτήρα του Alois Stiefvater, όπως και αρκετά ασήμαντα δοκίμια του χαρακτήρα του Λεξικού των Καθολικών Χριστιανών που έγραψε, οι οποίοι (αναγκάζονται να) συνεχίζουν να παρουσιάζουν ψευδώς στη μάζα των πιστών ότι τα πέντε βιβλία του Μωυσή «ναι μεν δεν γράφτηκαν όλα τους(!) άμεσα(!) από αυτόν, αλλά παρ' όλα αυτά οφείλονται σε αυτόν» (πόσα και ποια γράφτηκαν άμεσα από αυτόν, δεν τολμούν ωστόσο να πουν!) Βέβαιο είναι εκτός αυτού ότι οι Εντολές οι οποίες θεωρούνται ιδιόχειρα κείμενα του Μωυσή ή ανάγονταν ακόμη και στο «δάκτυλο του Θεού», είναι φυσικά το ίδιο πλαστές. (Παρεμπιπτόντως: αν και ο Θεός γράφει ο ίδιος το Νόμο σε δύο πλάκες -«κατασκευασμένες από το Θεό, και η γραφή ήταν θεϊκή γραφή χαραγμένη στις δύο πλάκες»- ο Μωυσής τις σέβεται τόσο λίγο, ώστε, πάνω στην «ιερή» οργή του για το χρυσό μοσχάρι, τις συντρίβει!).

Βέβαιο είναι εκτός τούτου ότι της καταγραφής αυτών των πέντε βιβλίων προηγήθηκε μια προφορική παράδοση εκατοντάδων χρόνων η οποία τα αναδιαμόρφωνε συνεχώς. Και ύστερα συμμετείχαν στη σύνταξη των κειμένων του Μωυσή συγγραφείς και συντάκτες, οι γραμματείς, μασορίτες, «στίκτες» πολλών γενεών, πράγμα που αντικατοπτρίζεται πρώτα από όλα στις μεγάλες διαφορές του ύφους. Έτσι, παραδείγματος χάριν ολόκληρο το βιβλίο Αριθμοί, το 4ο βιβλίο, μοιάζει περισσότερο με ασύνδετη συλλογή υλικού. Έτσι προέκυψε μια συγκεχυμένη, χαώδης συλλογή γεμάτη από θρυλικά μοτίβα ευρείας διάδοσης, από αιτιολογικούς και λαϊκούς μύθους, από αντιφάσεις και επαναλήψεις (που αρκούν για να αποκλείσουν τη συγγραφή από ένα και μόνο συγγραφέα). Εδώ έρχεται να προστεθεί και μια πληθώρα ετερόκλητων ή πολύ αργά εξελισσόμενων αντιλήψεων ακόμη και στα σημαντικότερα ζητήματα. Έτσι η ιδέα της ανάστασης γεννήθηκε με πολύ αργό ρυθμό στην Παλαιά Διαθήκη, αφού από τα βιβλία Σειράχ, Εκκλησιαστής, Παροιμίες απουσιάζει γενικά η απόδειξη της ύπαρξης πίστης στην ανάσταση. Εκτός αυτού, οι εκάστοτε γραφείς και επιμελητές προέβαιναν διαρκώς σε αλλαγές, διορθώσεις, παρεμβάσεις. Τα κείμενα αποκτούσαν συνεχώς δευτερογενείς προσθήκες. Και αυτές οι διαδικασίες εκτείνονταν σε ολόκληρες ιστορικές περιόδους. Η αρχαιότερη μορφή του Δεκάλογου, οι Δέκα Εντολές τις οποίες ο Λούθηρος αντιλαμβανόταν ως την επιτομή της Παλαιάς Διαθήκης, προέρχεται ίσως από τις αρχές της εποχής των βασιλέων. Μεγάλα τμήματα της Πεντατεύχου μάλιστα, για την οποία ισχυρίζονται ότι συντάχθηκε από τον άνθρωπο που έζησε κατά τον 14ο ή 15ο αιώνα π.Χ. —αν γενικά έζησε ποτέ — , δηλαδή περίπου 60 κεφάλαια του 2ου, 3ου και 4ου βιβλίου, δημιουργήθηκαν ή συγκεντρώθηκαν μόλις κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. από Ιουδαίους ιερείς.
ΠΗΓΗ

Πάρε-Δώσε

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου