Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΣΚΟΠΟΣ ΑΓΙΑΖΕΙ ΤΑ ΜΕΣΑ - Η ΕΥΣΕΒΗΣ ΑΠΑΤΗ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ ΕΞ ΑΡΧΗΣ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ


Η άποψη ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, ότι το παραμύθι και η αναλήθεια επιτρέπονται στην υπηρεσία της θρησκείας, του ιερότερου όλων, της υπεράσπισης της πίστης, ότι εδώ πρόκειται μάλλον για «κατά συνθήκη ψεύδος» ή, στην περίπτωση της ύπαρξης αντίθετων πλαστογραφιών, για ένα είδος «άμυνας», η θεωρία ότι η μάζα πρέπει να εξαπατηθεί για το καλό της, «όπως τα παιδιά ή οι πτωχοί τω πνεύματι», συνηθιζόταν ήδη την προχριστιανική εποχή, ιδιαίτερα ανάμεσα στους πυθαγόρειους και τους πλατωνικούς.


Πρώτος ο Πλάτων ο οποίος καταδίκαζε τόσο αυστηρά την αναλήθεια, παρ' όλα αυτά επέτρεπε σε ορισμένες περιπτώσεις την παραπλάνηση, το ψέμα τόσο απέναντι σε εχθρούς, όσο και σε φίλους ως «ωφέλιμο μέσον», «ως άμεμπτο και θεραπευτικό». Όποιες επιφυλάξεις και να είχε κατ' αρχήν εναντίον του ψεύδους σε γνώστες, ούτως ειπείν, χαρισματικούς, επέτρεπε να εξαπατούν τους ανθρώπους για τη θεραπεία τους, για να τους προστατεύσουν από πιο μοιραία πράγματα ή για να ωφελήσουν κάποια πόλη. Ο Πλάτων αναγνωρίζει επομένως προσωπικούς και πολιτικούς λόγους για τη δικαιολόγηση της απάτης. Όμοια και ο Ιουδαίος λόγιος Φίλων από την Αλεξάνδρεια -ο οποίος υπήρξε είκοσι περίπου χρόνια παλαιότερος του Χριστού, αλλά στα πενήντα περίπου κείμενα του δεν αναφέρει ούτε εκείνον ούτε τον Παύλο- συνιστά την αναλήθεια για τη σωτηρία μεμονωμένων ανθρώπων ή της πατρίδας.

Σε τέτοιες και ανάλογες αντιλήψεις είχαν τη δυνατότητα να βασιστούν οι χριστιανοί και πολλοί το έκαναν. Το γεγονός μιας ολόκληρης τέτοιας πατρολογικής παράδοσης είναι αδιαμφισβήτητο. Κι αν ίσως δεν ίσχυσε για την πλειοψηφία των ηγετών της Εκκλησίας, σίγουρα ίσχυσε για μια σημαντική ομάδα και για απόψεις που εξακολουθούν να μεταδίδονται σαν επιδημία στον Χριστιανισμό. Όπως αργότερα εγκρίνουν πρακτικά τον πόλεμο για χάρη της πίστης, την εκμετάλλευση, τη βία, έτσι εγκρίνουν εξαρχής και την απάτη -που δεν γίνεται καλύτερη αποκαλώντας την «ευσεβή».

Μία μακρά σειρά αρχαίων εκκλησιαστικών Πατέρων υπερασπίστηκε ευφραδώς την πλαστογραφία, το ψέμα, τουλάχιστον «το κατά συνθήκη ψεύδος», το ψέμα για έναν «αγαθό» ή «ευσεβή» σκοπό, ανάμεσα σε άλλους ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας, ο Ιλάριος του Πουατιέ, ο Δίδυμος ο Τυφλός, ο Συνέσιος, ο Κασσιανός, ο Θεοδώρητος της Κύρρου, ο Προκόπιος της Γάζας, ο Μαρτίνος της Μπράγκας, ο Ιωάννης της Κλίμακος, ο Γερμανός της Κωνσταντινούπολης. Και ήδη ο Νίτσε γνώριζε το λόγο που έγραφε: «Ο χριστιανός, αυτό το αποκορύφωμα του ψεύδους, είναι ο Ιουδαίος ακόμη μια φορά -τρεις φορές αυτός».

Ήδη ο αρχαιότερος συγγραφέας της Καινής Διαθήκης, ο Άγιος Παύλος, είναι ύποπτος ότι ενίσχυσε τη χριστιανική «αλήθεια» με ψέματα, αφού λέει: «Αν όμως λόγω του ψεύδους μου η δόξα της αλήθειας του Θεού βγήκε ισχυρότερη, τότε γιατί να κριθώ στο τέλος ως αμαρτωλός;».

Για τον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα (πέθανε το 215) το ψέμα και η παραπλάνηση επιτρέπονται υπό ορισμένες περιστάσεις, σε σχέση με τη στρατηγική π.χ. ή τη σωτηρία της ψυχής, την ιστορία της σωτηρίας. Εδώ, σύμφωνα με τον Κλήμεντα, και ο ολοκληρωμένος χριστιανός και ειδικά αυτός, ο «πραγματικός γνωστικός», θα πει ψέματα· αλλά τότε δεν θα είναι πλέον καθόλου ψέματα, καθόλου παραπλάνηση. Αφού γι' αυτόν τον Πατέρα της Εκκλησίας οι ψεύτες δεν είναι «επομένως πράγματι εκείνοι οι οποίοι ενδίδουν για χάρη της οικονομίας της σωτηρίας, ούτε εκείνοι οι οποίοι ψεύδονται σε ένα επιμέρους θέμα, παρά εκείνοι οι οποίοι πλανώνται στα καίρια ζητήματα».


Κατ' αντιστοιχία οι χριστιανοί της αρχαιότητας ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωροι στην ανοχή των πλαστογραφιών ή της ψευδεπιγραφίας. Ο Ωριγένης π.χ. ήταν σίγουρος ότι η Επιστολή προς Εβραίους δεν ήταν του Παύλου, αλλά δικαιολογούσε αυτή την απόδοση στον Παύλο, επειδή του φαινόταν δυνατή η αναγωγή του περιεχομένου της επιστολής στον Παύλο. Εντελώς «ανοιχτά» ομολογούσε ότι «οι σκέψεις προέρχονται από τον Απόστολο, έκφραση και ύφος όμως ανήκουν σε έναν άντρα ο οποίος είχε στη μνήμη του τις ρήσεις του Αποστόλου και έγραψε με δικά του λόγια τις διδασκαλίες του διδασκάλου του. Εάν ως εκ τούτου η Εκκλησία ανακηρύσσει την Επιστολή σε κείμενο του Παύλου, τότε μπορεί κανείς να συμφωνήσει μαζί της σε αυτό... Ποιος όμως έγραψε στην πραγματικότητα την επιστολή, ένας Θεός το ξέρει» .

Ο Ωριγένης, ο μεγαλύτερος χριστιανός θεολόγος των πρώτων τριών αιώνων, περιορίζει μεν πολύ το ψέμα, αλλά επιτρέπει παρ' όλα αυτά όχι μόνο το διφορούμενο λόγο, όχι μόνο τους «αινιγματικούς λόγους» (αινίγματα), αλλά, πολύ καίρια, και την απάτη, την «αναγκαιότητα ενός ψεύδους» ως «καρύκευμα και φάρμακο». Ακόμη και ο Θεός μπορεί να πει ψέματα, σύμφωνα με τον Ωριγένη, ο οποίος αναπτύσσει μια ολόκληρη θεωρία του «οικονομικού» ή «παιδαγωγικού ψεύδους» προς όφελος του θείου σχεδίου της σωτηρίας. Σύμφωνα με τον Ωριγένη, είναι κυριολεκτικά ευτυχία για τον άνθρωπο να εξαπατηθεί από τον Θεό.

Και άλλοι σεβαστοί θεολόγοι, επίσκοποι και άγιοι υιοθετούν τη σκέψη σχετικά με την απάτη του Θεού, π.χ. ο Γρηγόριος Νύσσης ή ο εκκλησιαστικός Διδάσκαλος Γρηγόριος Ναζιανζηνός, αν και αυτός την επικρίνει. Έτσι ακριβώς συνηγορεί και ο εκκλησιαστικός διδάσκαλος Ιωάννης Χρυσόστομος δυναμικά υπέρ της αναγκαιότητας του ψεύδους με σκοπό τη σωτηρία της ψυχής. Ισχυρίζεται ότι μια πονηρή ταχυδακτυλουργική κίνηση σίγουρα δεν είναι πάντα κατακριτέα· μόνο η πρόθεση την κάνει καλή ή κακή. Μία επίκαιρη και καλά σχεδιασμένη απάτη έχει «μεγάλο κέρδος ως αποτέλεσμα», και τακτικές τέτοιου είδους αποδείχτηκαν σωτήριες όχι μόνο για εκείνους «οι οποίοι τις εφαρμόζουν, αλλά και για τους ίδιους τους εξαπατηθέντες...». Όπως τόσοι άλλοι παραπέμπει και ο Χρυσόστομος στον πλατωνικό παράδειγμα του ιατρικού ψεύδους, την εξαπάτηση των ασθενών από τους γιατρούς. Αυτό που σε άλλες περιπτώσεις είναι ανηθικότητα και δηλητήριο, μεταβάλλεται έτσι σε γιατρικό, το «προσωπείο της παραπλάνησης» νομιμοποιείται κάτω από ορισμένες περιστάσεις. Ο προστάτης των ιεροκηρύκων («το κήρυγμα μου δίνει υγεία») αλλάζει νόημα στα οφθαλμοφανή ψέματα της Παλαιάς Διαθήκης και τα μεταβάλλει θριαμβευτικά σε αρετές. «Ω, ωραίο ψεύδος!» αναφωνεί γοητευμένος για τη βιβλική ψευδή ιστορία της πόρνης Ρα(χ)άβ -και σήμερα ακόμη φημίζεται ως «ο κύριος ηθικός παιδαγωγός του λαού του για τους επόμενους αιώνες... Ένας Θεός ξέρει μόνο, πόσα καλά ανάβλυσαν και θα αναβλύζουν για αμέτρητες ψυχές από αυτή την πάντα γάργαρη πηγή».

Και πλήθος άλλων απατών της Παλαιάς Διαθήκης διάλεξαν, συγκέντρωσαν και πρόβαλλαν συνεχώς οι Πατέρες της Εκκλησίας, για να άρουν από τους χριστιανούς -έχοντας καθορισμένο σκοπό- κάθε επιφύλαξη απέναντι στην απάτη και τη διγλωσσία: Την προσποίηση του Δαβίδ ενώπιον του Άχις, του βασιλέα της Γαθ, την απάτη της Ιουδίθ κατά του Ολοφέρνη· τη μεγάλη απάτη του Ιακώβ που πήρε δόλια την ευλογία του Ισαάκ· την εξαπάτηση του Φαραώ από τις Ισραηλίτισσες μαμές στην Αίγυπτο. Τη σφαγή από τον Ιηού όλων των ιερέων του Βάαλ με έναν «ωφέλιμο δόλο» (εκκλησιαστικός Πατέρας Ιερώνυμος). Και ακριβώς αυτός εδώ ο άγιος και προστάτης των λογίων ο οποίος υποστηρίζει την πραγματική θεοπνευστία, το απόλυτο αλάθητο της Βίβλου, εξυμνούσε τη «simulatio» και στην Καινή Διαθήκη, την προσποίηση του Πέτρου στην Αντιόχεια ή εκείνη του Παύλου ο οποίος «έγινε για τους πάντες τα πάντα, ώστε να σώσει τουλάχιστον μερικούς» -και παρ' όλα αυτά μπορούσε να μέμφεται τον Ωριγένη λόγω των ιδεών του σχετικά με τη νόμιμη α π ά τ η!

Ο Ιωάννης Κασσιανός, τον οποίο διόρισε διάκονο στην Κωνσταντινούπολη ο Ιωάννης Χρυσόστομος, διατείνεται, προτού αποκτήσει ύστερα μεγάλη επιρροή στην εξάπλωση του δυτικού μοναστικού στοιχείου, ότι ένας χριστιανός είναι μάλιστα υποχρεωμένος να πει ψέματα, όταν, βλάπτοντας την ηθική ακεραιότητα του, συμπαραστέκεται σε άλλους. Κάτω από ορισμένες συνθήκες το ψέμα, το οποίο αυτό καθαυτό είναι θανατηφόρο δηλητήριο, γίνεται θεραπευτικό και απαραίτητο όπως τα φάρμακα. Χαρακτηριστικά το ψέμα και η απάτη δεν εμφανίζονται καθόλου στη διδασκαλία του Κασσιανού περί των οχτώ αμαρτημάτων, στη δριμεία κριτική του για τα οχτώ κύρια αμαρτήματα (έλλειψη μέτρου, έλλειψη αγνότητας, πλεονεξία, οργή, θλίψη, αγανάκτηση, φιλοδοξία, υπεροψία)!

Με τέτοιου είδους συνθήματα ηγετών της Εκκλησίας και αιρέσεων η ήσυχη συνείδηση των πλάνων, ψευδολόγων, υποκριτών χριστιανών ήταν καλυμμένη από όλες τις πλευρές. Ο μονοθελητής Μακάριος της Αντιόχειας (περίπου 650-81) δικαιολογεί απλά την πλαστογραφία του με την πρόταση: «Έπραξα έτσι, για να μπορέσω να επιβάλω την πρόθεση μου». Και την ίδια περίπου εποχή ο εκκλησιαστικός Πατέρας Αναστάσιος ο Σιναΐτης, ηγούμενος στο όρος Σινά, στην μπαγαμπόντικη δράση του εναντίον των μονοφυσιτών επικαλείται τον Παύλο (Β' Κορ. 12,16): «Εγώ δεν σας επιβάρυνα. Ας πούμε όμως πως όντας πανούργος σάς κατέκτησα με δόλο».



Αλλά και για τον επίσκοπο Αυγουστίνο ένα ψέμα της Βίβλου, λόγου χάρη εκείνο του Ιακώβ στην Παλαιά Διαθήκη, «δεν είναι ψεύδος, αλλά μυστήριο». Ρητά επιτρέπει ο Αυγουστίνος ευσεβείς επινοήσεις προς όφελος της Εκκλησίας. Διότι «όταν το επινόημα μας σχετίζεται με κάποιο σκοπό, δεν είναι πλέον ψεύδος, αλλά έκφραση της αλήθειας».

Ένας χριστιανός δεν χρειαζόταν επομένως να έχει τύψεις συνείδησης, αλλά μπορούσε να ψεύδεται και να πλαστογραφεί ανενδοίαστα, αν το έκανε με «αγαθές» προθέσεις. Και ο καθολικός Brox παραδέχεται για τους «Πατέρες» του: «Οι πατρολογικές σκέψεις δείχνουν μια ευρηματικότητα και δυνατότητα ελιγμών σε πολλά από τα δικαιολογητικά επιχειρήματα που αντικατοπτρίζουν ένα πεδίο της παλαιοχριστιανικής σκέψης το οποίο -ας το επαναλάβουμε άλλη μια φορά- δεν ανέχονταν όλοι και στο οποίο δεν εισέρχονταν όλοι, αλλά πάντως έφτασε σε εμάς με σεβαστό εύρος παράδοσης. Και τούτο ακριβώς τεκμηριώνει αυτή την ιδιόρρυθμη νοοτροπία, σύμφωνα με την οποία η πλαστογραφία είναι και αποκαλείται πλαστογραφία και η απάτη απάτη, αλλά παρ' όλα αυτά μπορούσε να αξιολογηθεί θετικά με το χαρακτηριστικό του προσήκοντος, του ωφέλιμου ή του σωτήριου».

Στον εκκλησιαστικό Διδάσκαλο Αυγουστίνο στηρίζεται ο εκκλησιαστικός Διδάσκαλος Θωμάς Ακινάτης. Γιατί, καθώς σύμφωνα με αυτόν είναι «μέγιστη ευεργεσία» να οδηγήσεις «κάποιον από την πλάνη στην αλήθεια», επιτρέπει γενναιόδωρα μύθους οι οποίοι αφορούν μια «σωτήρια αλήθεια»· επομένως, για χάρη του καθολικισμού επιτρέπονται τα ψέματα και οι απάτες.

Αργότερα, αυτό το είδος της αναλήθειας δεν περιορίστηκε καθόλου, αλλά επεκτεινόταν όλο και περισσότερο. Ιδιαίτερα οι πιο διακεκριμένοι θεολόγοι του πιο διακεκριμένου καθολικού τάγματος, οι Ιησουίτες, ανέπτυξαν μια πραγματική δεξιοτεχνία στη διδασκαλία της παραπλάνησης και μας έδωσαν πλήθος παραδειγμάτων της. Έτσι ο Ιησουίτης Gardenas στο έργο του «Crisis theologica» δεν το χαρακτηρίζει ψεύδος, όταν κάποιος ο οποίος σκότωσε ένα Γάλλο (hominem natione gallum), «δηλώνει ότι σκότωσε έναν γάλο (gallum), χρησιμοποιώντας την ίδια λέξη, αλλά εννοώντας το πουλί». Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο δεν είναι ψέμα, όταν πούμε για κάποιον παρόντα ότι «δεν είναι μέσα», εννοώντας ότι «δεν είναι στη φυλακή». Ούτε διαπράττει ψευδορκία όποιος ορκιστεί ότι έχει 20 κανάτια λάδι, ακόμη κι όταν έχει περισσότερα· διότι δεν αρνείται «με αυτό ότι έχει ακόμη περισσότερα, και ταυτόχρονα λέει την αλήθεια, μιας και έχει βέβαια 20 κανάτια» κ.λπ. κ.λπ.

Γι'αυτή την ιησουίτικη ηθική και πρακτική έλεγε σκωπτικά ο Ντοστογιέφσκι: «Ο Ιησουίτης λέει ψέματα και είναι πεπεισμένος ότι το ψέμα για έναν καλό σκοπό είναι ωφέλιμο και καλό. Επαινούν το γεγονός ότι ενεργεί σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του. Δηλαδή, λέει ψέματα και αυτό είναι κακό, καθώς όμως ψεύδεται εκ πεποιθήσεως, είναι καλό. Επομένως από τη μια πλευρά το ψέμα είναι καλό, από την άλλη κακό. Θαύμα!».

Λόγω τέτοιων εννοιών αλήθειας και ηθικής ο Ιησουίτης Lehmkuhl του οποίου η «Ηθική θεολογία)» ήταν ευρέως διαδεδομένη στα ιερατικά σεμινάρια ακόμη στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, ναι μεν ανακηρύσσει σε θανάσιμο αμάρτημα το «να χαρακτηρίσεις ψεύτη έναν ιερέα ή έναν ευσεβή άντρα του τάγματος», από την άλλη πλευρά όμως γράφει ο Lehmkuhl: «Ποιος θα το θεωρούσε ως βαριά συκοφαντία να πούμε ότι θεωρούμε έναν αθεϊστή ικανό να διαπράξει κρυφά οποιοδήποτε έγκλημα;».

Φυσικά ισχύουν ακόμη και σήμερα αυτά των οποίων υπεραμύνθηκαν οι πρώτες αυθεντίες της Εκκλησίας στην αρχαιότητα, το Μεσαίωνα, τον 18ο και 19ο αιώνα. Μόνο που τώρα οι θεολόγοι τα περιγράφουν με μεγαλύτερη επιμέλεια. Ένας από τους κορυφαίους ηθικολόγους του παρόντος, ο Bernhard Haring, χαρακτηρίζει αυτό που ο Ιωάννης Χρυσόστομος αποκαλεί ευθέως ψέμα, αυτό που ο Αυγουστίνος (και αντίστοιχα και ο Ακινάτης) αποκαλεί μύθο, «συγκαλυπτικό λόγο» (πνευματική επιφύλαξη) και συμβουλεύει να προσπαθούμε πρώτα να ξεφορτωθούμε όσους «κάνουν αδιάκριτες ερωτήσεις» με «γενικά καμία απάντηση». Αλλά μπορούμε και «να τους αποκρούσουμε ή να τους περισπάσουμε την προσοχή με μια αντερώτηση». Και τέλος, αν έχουν αποτύχει όλα αυτά, ο «μαθητής του Χριστού» έχει δικαίωμα να εφαρμόσει ακόμη και τον «συγκαλυπτικό λόγο» ως μέθοδο ανάγκης «στον κακό κόσμο»(!), αν και όχι βέβαια «για το παραμικρό». (Μια και όμως τα θέματα της πίστης, της Εκκλησίας, δεν είναι ποτέ μικροπράγματα, μπορούν επομένως πάντα να γίνονται «συγκαλυπτικοί» λόγοι).



ΠΗΓΗ

Διαβάστε περισσότερα: «Αγία Γραφή»: Το μεγαλύτερο παραμύθι τού κόσμου - Η Βίβλος τού μίσους, τής κτηνωδίας και τής πλαστογραφίας | Πάρε-Δώσε http://www.pare-dose.net/3129#ixzz3zKHxPDsp





Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου