Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

ΔΑΒΙΔ Ο...ΜΕΛΩΔΟΣ ΚΑΙ ΣΟΛΟΜΩΝ Ο...ΠΑΝΣΟΦΟΣ


Όμοια όπως στην Πεντάτευχο έχουν τα πράγματα και με τα έργα που η «Αγία Γραφή» αποδίδει πανηγυρικά στο Δαβίδ και τον γιο του, Σολομώντα. Και οι δύο λέγεται ότι έζησαν, κυβέρνησαν και δημιούργησαν γύρω στο 1000 π.Χ., τα δήθεν έργα τους είναι όμως ως επί το πλείστον αιώνες νεότερα. 
Η ιουδαϊκή και η χριστιανική παράδοση της Βίβλου αποδίδουν ολόκληρο το βιβλίο των Ψαλμών, όπως και να το κάνουμε 150 ψαλμοί, στο βασιλιά Δαβίδ. Ωστόσο κατά πάσα πιθανότητα κανένας ψαλμός δεν είναι δικός του. Σύμφωνα με τη Βίβλο όμως τους έχει γράψει όλους ο Δαβίδ. Τώρα υπάρχουν μέθοδοι οι οποίες κάνουν την υπόθεση πιο αληθοφανή. 

Έτσι μια «Πραγματογνωμοσύνη επί της Βιβλικής Ιστορίας» υπό το λήμμα «ο υμνητής Δαβίδ» περιγράφει σχετικά λεπτομερώς τις «άρπες» εκείνης της εποχής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό το λήμμα μάς εξηγεί τη βασιλική συγγραφική πατρότητα τόσο, όσο και ο ισχυρισμός του Μ. Α. Beek ότι η παράδοση, η οποία έκανε το Δαβίδ να περάσει στην ιστορία ως ψαλμωδός, έχει «σίγουρα ιστορικό υπόβαθρο», ιδίως όταν λάβουμε υπ' όψη τη διαβεβαίωση την οποία κάνει Beek λίγες μόνο γραμμές πριν, «ότι εκτός της Βίβλου δεν γνωρίζουμε σχεδόν κανένα άλλο κείμενο που να ρίχνει φως στην περίοδο της βασιλείας του Δαβίδ ή να αναφέρει έστω το όνομα του». Πράγμα που θυμίζει τώρα πάλι πολύ έντονα τον ιστορικό Μωυσή του Beek. Σχετικά με το Δαβίδ γνωρίζει ωστόσο: «Ο Δαβίδ έπαιζε ένα έγχορδο όργανο το οποίο θα χαρακτηρίζαμε καλύτερα ως λύρα παρά ως άρπα. 

Η απεικόνιση μίας τέτοιας λύρας βρίσκεται σε ένα δοχείο το οποίο κατασκευάστηκε γύρω στο 1000 π.Χ...».



Τώρα, εάν υπήρχε λύρα γύρω στο 1000 π.Χ., αν έχουμε μάλιστα και απεικόνιση της, τότε δεν θα μπορούσε να έπαιζε κιόλας λύρα ο Δαβίδ και να έγραψε και το βιβλίο της Βίβλου -ανάμεσα στις ληστρικές εκστρατείες του, τις σφαγές του, τις επιχειρήσεις ακρωτηριασμού και τις καμίνους; Το συμπέρασμα φαίνεται σχεδόν υποχρεωτικό! Μια και μάλιστα ο Δαβίδ εμφανίζεται πράγματι ως ποιητής και μουσικός στην Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή στα δύο βιβλία του γηραιότερου σύγχρονου του, του προφήτη Σαμουήλ, ενός ανθρώπου που, ούτως ειπείν, τα είδε και τα άκουσε όλα. 

Ωστόσο, τα βιβλία του «Σαμουήλ» σύμφωνα με τις πληροφορίες της έρευνας, προέκυψαν σε ένα διάστημα το νωρίτερο περίπου 100, το αργότερο 400 χρόνων μετά το θάνατο του Σαμουήλ -όπως πολλοί από τους ψαλμούς του «Δαβίδ» προέκυψαν συχνά μόλις την εποχή του δεύτερου ναού (μετά το 516 π.Χ.), μισή χιλιετία και περισσότερο μετά το θάνατο του Δαβίδ. Ψαλμοί οι οποίοι είχαν εν τω μεταξύ συγκεντρωθεί, συμπληρώνονταν συνεχώς, ανασυντάσσονταν, νέα στοιχεία προσθέτονταν (ανάμεσα σε άλλα και όλοι οι τίτλοι). Η επιλογή και σύνθεση μπορεί να διάρκεσε έως τον 2ο π.Χ. αιώνα. Δεν αποκλείεται και να έγιναν προσθήκες κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα.



Όπως μετέβαλαν τον «αιμοβόρο σκύλο» Δαβίδ σε «γλυκό ψαλμωδό», έτσι ανακήρυξαν και το γιο του (τον γέννησε με τη Βηρσαβεέ, τον άντρα της οποίας ο Δαβίδ έβαλε να σκοτώσουν) σε «σοφό βασιλιά Σολομώντα»· έγινε διάσημος κυρίως ως ποιητής θρησκευτικών ασμάτων. Δεν υπάρχει όμως καμία απόδειξη για το αν ο Σολομών είχε ποτέ του λογοτεχνική δραστηριότητα. Βέβαιο είναι, αντιθέτως, ότι άρπαξε πραξικοπηματικά το θρόνο με σύμμαχους τη μητέρα του, τον ιερέα Σαδώκ, τον προφήτη Νάθαν και τον αρχιστράτηγο Βεναΐα, ότι εκτέλεσε κάποιους αντιπάλους του, άλλους τους καθαίρεσε, τους εξόρισε, ύστερα επέβαλε στους υπηκόους του δυσβάσταχτους φόρους, καταναγκαστική εργασία, πράγμα που οδήγησε σε αυξανόμενη δυσαρέσκεια και γενική φτώχεια -ενώ εκείνος, σύμφωνα με τη Βίβλο, είχε ικανοποιήσει 700 επίσημες συζύγους και 300 παλλακίδες («και οι γυναίκες του επηρέασαν την καρδιά του»: Α' Βασιλέων 11,3), πράγμα που τουλάχιστον δεν μας αφήνει να συμπεράνουμε κάποια μεγάλη ποιητική παραγωγή. Η «Αγία Γραφή» όμως αποδίδει σε αυτόν τρία βιβλία: τον «Εκκλησιαστή», τις «Παροιμίες Σολομώντος», τη «Σοφία Σολομώντος».

Το βιβλίο «Εκκλησιαστής» ή «Κήρυκας Σολομών» (στα εβραϊκά «Kohelet») ισχυρίζεται με έμφαση ότι αποδίδει «τα λόγια του κήρυκα, του γιου του Δαβίδ, του βασιλιά της Ιερουσαλήμ» και γενικά ο Σολομών θεωρείτο παλαιότερα συγγραφέας. Μόνο γι' αυτό το λόγο μπήκε το επί μακρόν γενικά αμφισβητούμενο έργο στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλά δεν γνωρίζουν τον πραγματικό συντάκτη, ούτε το όνομα του, ούτε την εποχή που έζησε. Βέβαιο είναι μόνο ότι -όπως διαπιστώθηκε για πρώτη φορά από τον Η. Grotius το 1644— δεν το έγραψε ο Σολομών από τον οποίο ισχυρίζεται ότι προέρχεται στον πρώτο στίχο. Αντιθέτως, αυτό το έργο που, σύμφωνα με τη γλώσσα, το πνεύμα, τους υπαινιγμούς, προέκυψε πιθανώς τον 3ο π.Χ. αιώνα βρίθει από στωική και επικούρεια φιλοσοφία, από τις επιρροές της ελληνιστικής εποχής και του ελληνιστικού περιβάλλοντος. Και δεν υπάρχει βιβλίο της Βίβλου που να είναι τόσο μοιρολατρικό, που να επιβεβαιώνει τόσο έντονα τη ματαιότητα των επιγείων: «Μόνο μάταια, μόνο μάταια, όλα είναι μάταια» (hebel), ο πλούτος, η σοφία, όλα «υπό τον ήλιο». Ένα βιβλίο το οποίο κατηγορεί ασταμάτητα τη συντομία της ζωής, τις απογοητεύσεις της, όπου ο ίδιος ο Θεός θρονιάζει πολύ μακριά, αρκετά ομιχλώδης. Δεν είναι άξιον απορίας που το γέμισαν προσθήκες, που το αποδυνάμωσαν πολλές φορές, που η κανονικότητα του διασφαλίστηκε οριστικά μόλις το 96 μ.Χ. Μια εντυπωσιακή ιουδαϊκή πλαστογραφία πάντως, «ο ύμνος των σκεπτικιστών», ο οποίος δεν παραδέχεται ούτε την ανάσταση.

Σύμφωνα με τον συντάκτη των βιβλίων των Βασιλέων, ο Σολομών έγραψε και 3.000 παροιμίες, όπως και 1.005 ύμνους -σύμφωνα με άλλη παράδοση 5.000-: «...για τα δέντρα, ξεκινώντας από τον κέδρο του Λιβάνου μέχρι τον ύσσωπο που φυτρώνει μέσα από τους τοίχους. Επίσης έγραψε για τα ζώα της χώρας, για πουλιά, για σκουλήκια και για ψάρια» (Α' Βασιλέων 5,13). Έτσι αποδιδόταν επί μακρόν και το βιβλίο των Παροιμιών στο βασιλιά Σολομώντα. Αφού τα κεφάλαια 1 έως 9 φέρουν σήμερα ακόμη στη Βίβλο το γενικό τίτλο «Παροιμίες Σολομώντα», αλλά και τα κεφάλαια 25 έως 29 δηλώνονται σαφώς ως «Παροιμίες Σολομώντα ». Στην πραγματικότητα όμως η δομή του βιβλίου δείχνει διαφορετικούς συγγραφείς οι οποίοι το συνέταξαν σε εντελώς διαφορετικές εποχές, τα κεφάλαια 1 έως 9 μετά τον 5ο αιώνα. Και συνολικά εκτείνεται η δημιουργία των μεμονωμένων ρήσεων σε ολόκληρη την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης και η οριστική συγκέντρωση τους μπορεί να πραγματοποιήθηκε γύρω στα 200 π.Χ.

Και η «Σοφία Σολομώντος», την οποία δεν θαύμαζαν μόνο οι πρώτοι χριστιανοί, θεωρείτο δικό του έργο, καθώς μάλιστα ο συγγραφεύς αυτοαποκαλείται σαφώς Σολομών, ο εκλεκτός βασιλιάς του λαού του Θεού, θεωρείτο προφητικό και θεόπνευστο βιβλίο. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης, ο Τερτυλλιανός, ο Άγιος Ιππόλυτος πιστοποιούν την κανονικότητα του, ακριβώς όπως και ο Άγιος Κυπριανός ο οποίος το αναφέρει επανειλημμένα ως ιερό κείμενο. Οι περισσότεροι αρχαίοι ερμηνευτές το θεωρούσαν τέτοιο. Και, παρόλο που ένας άντρας όπως ο Ιερώνυμος είχε πιο κριτικό νου, εξακολουθούσε να επιτρέπει τη δημόσια ανάγνωση του. Τέλος, το βιβλίο φιγουράρει ακόμη και σήμερα στη Βίβλο της παπικής Εκκλησίας. Αλλά στην πραγματικότητα η «Σοφία Σολομώντος» είναι (σχεδόν) μια ολόκληρη χιλιετία νεότερη από το Σολομώντα, αφού η πρώτη γλώσσα του πλαστού κειμένου ήταν τα ελληνικά της ελληνιστικής περιόδου, αφού ο συντάκτης (πολλοί κριτικοί υποθέτουν δύο συντάκτες) ζούσε στην Αίγυπτο, πιθανώς στην πόλη των ελληνιστών λογίων, την Αλεξάνδρεια, και έγραψε το μεγάλο έργο το οποίο βάζει στο στόμα του (δήθεν) σοφότερου των Ισραηλιτών, είτε κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. είτε κατά τον 1ο μ.Χ. Οι μετέπειτα επιδράσεις αυτής της πλαστογραφίας στον κόσμο ήταν μεγάλες.

Το Σολομώντα ακολουθούν άλλα δύο νεότερα «απόκρυφα». Πρώτον οι «Ψαλμοί του Σολομώντα» οι οποίοι ανακαλύφθηκαν πάλι τον 17ο αιώνα. Ενώ ο περίφημος βασιλιάς δεν αναφέρεται σε κανένα από τους ίδιους τους 18 ψαλμούς, αποδόθηκαν σε αυτόν σίγουρα για λόγους γοήτρου, για να επιτύχουν το ενδιαφέρον για το έργο και τη διατήρηση του —ένας συσχετισμός με το κανονικό βιβλίο των Ψαλμών που το αποδίδουν στο Δαβίδ, τη μορφή του οποίου μιμούνται επίσης (κακά). Συντεταγμένοι αρχικά στα Εβραϊκά, αυτοί οι ψαλμοί γράφτηκαν από έναν (ή περισσότερους) ορθόδοξους Ιουδαίους, και προέρχονται με βεβαιότητα από τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ.

Οι «Ωδές του Σολομώντα», μια συλλογή από 42 άσματα που παραδίδονται στα Συριακά (εκτός από τη δεύτερη ωδή), ήταν όμως γραμμένα αρχικά στην ελληνική γλώσσα, προέρχονται από τους χριστιανικούς κύκλους του 2ου αιώνα, χωρίς να μπορεί να εντοπιστεί ο τόπος συγγραφής τους. Προφανώς για να δώσει στο κατασκεύασμα του την όψη της γνησιότητας, ο συγγραφέας ακολούθησε τον parallelismus membrorum (παραλληλισμό μερών) από την εβραϊκή ποίηση. Κατά περίεργο τρόπο η πλαστογραφία είναι η αρχαιότερη γνωστή σε εμάς χριστιανική συλλογή ύμνων. «Τα άσματα τα οποία τελειώνουν όλα με "αλληλούια" σκοπό έχουν την πανηγυρική εξύμνηση του Θεού» (Nauck).




ΠΗΓΗ

«Αγία Γραφή»: Το μεγαλύτερο παραμύθι τού κόσμου - Η Βίβλος τού μίσους, τής κτηνωδίας και τής πλαστογραφίας | Πάρε-Δώσε http://www.pare-dose.net/3129#ixzz3zKeGFKk1




Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου