Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ: ΠΛΑΣΤΕΣ ΑΠ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ


Στις καθολικές επιστολές συγκαταλέγονται η Α' και Β' Επιστολή Πέτρου, η Α', Β' και Γ' Επιστολή Ιωάννη, η Επιστολή Ιακώβου και η Επιστολή Ιούδα. 



Τον 4ο αιώνα ακόμη, την εποχή του Πατέρα της Εκκλησίας Ευσέβιου, αυτές οι επιστολές διαβάζονταν μεν στις περισσότερες Εκκλησίες, αλλά γενικά ως γνήσιες αναγνωρίζονταν μόνο δύο: Η Α' Επιστολή Ιωάννη και η Β' Επιστολή Πέτρου. Μόλις στα τέλη του 4ου αιώνα θεωρήθηκαν στη Δύση όλες οι «καθολικές επιστολές» κανονικές. Ωστόσο, τα πράγματα είναι διαφορετικά, αφού όλες αυτές οι Επιστολές χαρακτηρίζονται, ακόμη και εάν η αρχαία Εκκλησία τις παρουσίαζε επώνυμες, ως «ανώνυμα ή ψευδεπίγραφα κείμενα» (Balz). Αν εξαιρέσουμε τις επιστολές του Ιωάννη, η μορφή ολόκληρης και αυτής της ομάδας επιστολών ήταν μυθική.

Στο όνομα του Πέτρου πλαστογραφήθηκαν από κάποιον ορθόδοξο χριστιανό δύο επιστολές. Είναι απολύτως βέβαιο πως αυτό ισχύει για το νεότερο κείμενο της Καινής Διαθήκης, τη Β' Επιστολή Πέτρου, πράγμα που δεν αμφισβητείται πλέον σήμερα ούτε από καθολικούς λογίους. Δεν είναι σύμπτωση ότι αυτή η επιστολή, η οποία ενσωματώνει συχνά σχεδόν κατά λέξη ολόκληρη την Επιστολή Ιούδα -παρεμπιπτόντως, πράγμα ήδη αρκετά ύποπτο- ήταν για πολύ καιρό αμφισβητούμενη στην αρχαία Εκκλησία. Ολόκληρο το 2ο αιώνα δεν αναφέρεται πουθενά. Για πρώτη φορά την αναφέρει ο Ωριγένης, ως αμφισβητούμενη. Τον 4ο αιώνα ακόμη ο επίσκοπος Ευσέβιος, ο εκκλησιαστικός ιστορικός, την αποκαλεί μη γνήσια, ο Δίδυμος ο Τυφλός, επιφανής Αλεξανδρινός λόγιος, μαθητές του οποίου ήταν ανάμεσα σε άλλους ο Ρουφίνος και ο Άγιος Ιερώνυμος, την αποκαλεί πλαστή.

«Ο Συμεών Πέτρος, δούλος κι απόστολος του Χριστού», έτσι αρχίζει ο πλαστογράφος και ισχυρίζεται, για να νομιμοποιηθεί ως αυτόπτης μάρτυρας, ότι «είδε ο ίδιος» τη λαμπρότητα του Κυρίου και ότι άκουσε τη φωνή του Θεού κατά τη βάπτιση του «εξ ουρανών»· όπου δεν προτρέπει τους πιστούς μόνο να ευρεθούν από το Θεό «άσπιλοι και χωρίς ενοχές», αλλά κάνει και προπαγάνδα εναντίον των «ψευδοπροφητών», των «ψευδοδιδασκάλων» να τους συλλάβουν και να τους αποπέμψουν «ωσάν άγρια ζώα». Η Β' Επιστολή Πέτρου, η οποία αξιώνει να νοείται ως διαθήκη του Πέτρου, γράφτηκε πολύ καιρό μετά το θάνατο εκείνου, ίσως κατά τρεις γενιές, και αποδόθηκε στον Απόστολο, για να αντιμετωπιστεί η αμφιβολία για τη Δευτέρα Παρουσία. Το κείμενο βρίθει από σκληρή και ολομέτωπη πολεμική εναντίον των «αιρετικών», επιτίθεται ιδιαίτερα στους σκώπτες «οι οποίοι πορεύονται κατά τις ορέξεις τους και λένε: Πού είναι λοιπόν η επάνοδος που υποσχέθηκες; Από τότε που κοιμήθηκαν οι Πατέρες, παραμένουν όλα όπως ήταν από την αρχή της δημιουργίας». Ο θρασύτατος πλαστογράφος, ο οποίος αξιώνει την ίδια συγγραφική αυθεντία όπως ο Παύλος, παρουσιάζει με συνέπεια και έμφαση το παραμύθι της προέλευσης από τον Πέτρο, από τον πρόλογο, τη συνήθη αρχή των επιστολών, έως το τέλος. Τη στηρίζει με την ιδιότητα του αυτόπτη μάρτυρα, και, κάνοντας έκκληση στα «καθαρά φρονήματα» των «αγαπημένων» του, αξιώνει για τον εαυτό του την πατρότητα και της Α' Επιστολής Πέτρου, αν και οι μεγάλες διαφορές των δύο επιστολών αποκλείουν την προέλευση από έναν και τον αυτό συγγραφέα.

Αλλά και η Α' Επιστολή Πέτρου που το 1523 ήταν για το Λούθηρο «ένα από τα ευγενέστερα Βιβλία της Καινής Διαθήκης και το πραγματικά αγνό Ευαγγέλιο», είναι προφανώς πλαστή. Και ακριβώς η προφανής συγγένεια με τις επιστολές του Παύλου, η οποία πιστοποιήθηκε από τη σύγχρονη εξηγητική και την οποία ο Λούθηρος επαινεί με ενθουσιασμό, ελαττώνει εκ των προτέρων την πιθανότητα να την έχει συγγράψει ο Πέτρος. Σε αυτά έρχεται να προστεθεί και το γεγονός ότι ο τόπος της συγγραφής είναι δήθεν η Ρώμη· διότι ο συγγραφέας χαιρετά στο τέλος καθαρά «από τη Βαβυλώνα» (5,13) -ένα σύνηθες συνθηματικό και μυστικό όνομα της αποκαλυπτικής για την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, όπου λέγεται ότι πήγε στο τέλος ο Πέτρος και υπέστη μαρτυρικό θάνατο το έτος 64. Αλλά το όνομα Βαβυλώνα για τη Ρώμη εμφανίστηκε μόλις μετά την εντύπωση που άφησε η καταστροφή της Ιερουσαλήμ, και αυτή συνέβη το 70 μ.Χ., πολλά χρόνια μετά το θάνατο του Πέτρου. Εκτός αυτού, μας ξενίζει πολύ το γεγονός ότι ο περίφημος κανόνας της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, ο Μουρατόρειος Κανόνας (γύρω στο 200), δεν αναφέρει ειδικά την Α' Επιστολή Πέτρου, την επιστολή του φερόμενου ως ιδρυτή της. Ας αντιπαρέλθουμε άλλα, μεταξύ άλλων και μορφολογικά, κριτήρια, τα οποία καθιστούν όλο και πιο απίθανη την προέλευση από τον Πέτρο.

Οι συντηρητικοί τώρα αρέσκονται να λένε ότι το κείμενο προέρχεται από κάποιο γραμματέα του Πρωταποστόλου· αφού στο τέλος γράφει: «Σας έγραψα τούτη τη σύντομη επιστολή με τη βοήθεια του Σιλουανού, που τον θεωρώ πιστό αδελφό...» (5,12). Αλλά, αν αντιπαρέλθουμε το γεγονός ότι το «γράφω με τη βοήθεια κάποιου» μπορεί να εννοεί κάποιο γραφέα που γράφει καθ' υπαγόρευση ή απλά τον αγγελιοφόρο της επιστολής, η «υπόθεση του γραμματέα» αποτυγχάνει κυρίως λόγω της θεολογίας του Παύλου η οποία διέπει την επιστολή -«ένα τρανό επιχείρημα εναντίον του Πέτρου ως συγγραφέα» (Schrage). Και ο Norbert Brox στο βιβλίο του Falsche Verfasserangaben (Ψευδή συγγραφικά στοιχεία) λέει ότι η Α' Επιστολή Πέτρου, της οποίας η πρώτη λέξη είναι «ο Πέτρος» με την προσθήκη «Απόστολος του Ιησού Χριστού», από άποψη περιεχομένου, χαρακτήρα, ιστορικών δεδομένων δεν παρουσιάζει «καμία συγγένεια με το ιστορικό πρόσωπο του Πέτρου... Τίποτα στην επιστολή δεν καθιστά λογικό αυτό το όνομα». Έτσι υποθέτουν και για αυτή «γενικά σήμερα...ότι είναι ψευδεπίγραφη» (Marxsen), ότι είναι «χωρίς αμφιβολία ψευδώνυμο κείμενο» (Kiimmel), με λίγα λόγια, άλλη μια πλαστογραφία στην Καινή Διαθήκη που, όπως δέχονται συνήθως, έγινε περίπου ανάμεσα στο 90 και 95 —όπου ο απατεώνας δεν διστάζει να φωνάξει στους χριστιανούς να είναι «άγιοι σε όλη την πορεία της ζωής τους», να εγκαταλείψουν «κάθε κακία και κάθε υποκρισία», να μη λένε «απατηλά λόγια», να αποζητούν μόνο το «καθαρό γάλα».



Τρεις βιβλικές επιστολές είναι σύμφωνες με τη θεωρία περί Εκκλησίας του Αποστόλου Ιωάννη. Αλλά σε καμία από τις τρεις επιστολές του Ιωάννη δεν αναφέρει το όνομα του ο συντάκτης. Η Α' Επιστολή Ιωάννη αναφέρεται νωρίτερα από όλες τις άλλες, ήδη κατά τα μέσα του 2ου αιώνα, και θεωρείται ύστερα αδιαμφισβήτητη. Ο Μουρατόρειος Κανόνας αναφέρει γύρω στο 200 μόνο δύο επιστολές του Ιωάννη, την Α' και μια από τις δύο μικρές επιστολές του Ιωάννη. Μόλις στις αρχές του 3ου αιώνα πιστοποιεί ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας και τις τρεις. Αλλά η Β' και η Γ' Επιστολή δεν θεωρούνται παντού κανονικές μέχρι και τον 4ο αιώνα. Ο επίσκοπος Ευσέβιος γράφει ότι «δεν αναγνωρίζονται από όλους ως γνήσιες», μπορούν να «αποδοθούν είτε στον Ευαγγελιστή είτε σε κάποιον άλλο Ιωάννη». Από την άλλη πλευρά, η Α' Επιστολή Ιωάννη μοιάζει τόσο πολύ με το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, στο ύφος της, στο λεξιλόγιο, στις σκέψεις, ώστε οι περισσότεροι αναλυτές της Βίβλου αποδίδουν και τα δύο κείμενα στον ίδιο συντάκτη -όπως άλλωστε κάνει ανέκαθεν η παράδοση. Καθώς όμως το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο δεν προέρχεται από τον Απόστολο Ιωάννη, δεν μπορεί να είναι δική του ούτε η Α' Επιστολή. Καθώς και η Β' Επιστολή είναι, θα λέγαμε, περίληψη (σε 13 αράδες) της Α' Επιστολής, και δέχονται και για τις δύο τον ίδιο συγγραφέα, δεν μπορεί ούτε η Β' επιστολή να είναι του Πρωταποστόλου. Ήδη η αρχαία Εκκλησία αμφισβητούσε την άποψη ότι ο Πρωταπόστολος έγραψε την Γ' Επιστολή Ιωάννη, συμπεραίνοντας το, εκτός άλλων λόγων, και από τον αυτοχαρακτηρισμό «πρεσβύτερος». (Παρεμπιπτόντως: Η Β' Επιστολή βρίζει τους «αιρετικούς», προτρέπει να μην τους βάζουν στα σπίτια τους ούτε να τους καλωσορίζουν και στη Γ' Επιστολή διαπληκτίζονται δύο «αξιωματούχοι» της Εκκλησίας, αφού ο συντάκτης της επιστολής ξεσηκώνει τον κόσμο εναντίον του Διοτρεφή ο οποίος αρέσκεται «να παριστάνει τον αρχηγό» «...συκοφαντώντας μας με λόγια πονηρά. Και δεν αρκείται μόνο σε αυτά. Όχι μόνο δεν φιλοξενεί τους περαστικούς ιεραποστόλους αδερφούς, αλλά εμποδίζει και όσους θέλουν να τους φιλοξενήσουν, και τους διώχνει από την εκκλησία». Η θρησκεία της αγάπης -στην Καινή Διαθήκη κιόλας!).

Σήμερα, ακόμη και πιο συντηρητικοί ερευνητές της Βίβλου δέχονται ότι ο συντάκτης των τριών επιστολών του Ιωάννη δεν είναι, όπως δίδασκε η Εκκλησία επί δύο χιλιετίες, ο Απόστολος, παρά ένας από τους μαθητές του ο οποίος διέδωσε την «παράδοση του Ιωάννη». Πλαστή είναι και η επιστολή που δήθεν προέρχεται από τον Ιάκωβο. Όπως οι περισσότερες «καθολικές επιστολές» μιμείται και αυτή μόνο τη μορφή της επιστολής, είναι απλή μεταμφίεση, φαντασία. Γενικά αυτό το κείμενο, το οποίο χρονολογείται πολύ δύσκολα, περιέχει σχετικά λίγα χριστιανικά χαρακτηριστικά. Είναι εμπλουτισμένο με πολλά στοιχεία της φιλοσοφίας των κυνικών και των στωικών, ακόμη περισσότερο με τέτοια των ιουδαϊκών βιβλίων σοφίας της Παλαιάς Διαθήκης, λόγος για τον οποίο πολλοί το θεωρούν ένα λίγο δουλεμένο ιουδαϊκό κείμενο. Αν και η επιστολή εγείρει την αξίωση ότι γράφτηκε από τον αδελφόθεο Ιάκωβο, αποκλείουν αυτή την εκδοχή πολλοί και σημαντικοί λόγοι. Αναφέρει π.χ. μόνο δύο φορές το όνομα του Ιησού Χριστού, του θεϊκού αδελφού του. Δεν αναφέρει ούτε λέξη για τις ιουδαϊκές τελετουργικές διατάξεις, αλλά χρησιμοποιεί στην αρχή, σε αντίθεση με τους περισσότερους επιστολογράφους, το ελληνικό επιστολογραφικό τυπικό. Γενικά, όπως και να έχει το πράγμα, γράφει ασυνήθιστα καλά ελληνικά για συγγραφέας της Καινής Διαθήκης, μας εκπλήσσει με το πλούσιο λεξιλόγιο του, την ποικιλία των τεχνικών του, όπως η παρήχηση, η παρονομασία, το ομοιοτέλευτον κ.ά. Αυτά και άλλα πολλά καθιστούν σαφές ότι αυτή η επιστολή, η οποία κηρύττει στους συνεχώς αποκαλούμενους «αγαπητούς αδελφούς» την «πίστη στον Κύριο της δόξας, τον Ιησού Χριστό», δεν είναι παρά μια πιο επιδέξια, μια «εντατικότερη εκδοχή λογοτεχνικής πλαστογραφίας» (Brox) από ό,τι είναι η πρώτη επιστολή του Πέτρου.

Η Επιστολή Ιακώβου, η οποία κανονικοποιήθηκε στη Δύση αργά, λείπει χαρακτηριστικά από τον Μουρατόρειο Κανόνα, από τον Τερτυλλιανό, τον Ωριγένη, και ακόμη και ο επίσκοπος Ευσέβιος αναφέρεται στην ελλιπή αναγνώριση της και την αμφισβητούμενη κανονικότητα της. Και ο Λούθηρος απέρριψε την επιστολή (λόγω της αδιάψευστης αντίφασης της προς τον Απόστολο των εθνών, τη sola gratia [μοναδική χάρη] και sola fide [μοναδική πίστη] του Παύλου) ως «μια πραγματικά αχυρένια επιστολή», χωρίς «τάξη και μέθοδο» και χάριζε το διδακτορικό του καπέλο σε εκείνον ο οποίος θα μπορούσε να «εναρμονίσει» την Επιστολή Ιακώβου με τις επιστολές του Παύλου. Ο Λούθηρος απείλησε μάλιστα «να ανάψει κάποτε με τον Ιάκωβο το φούρνο του» και να τον «πετάξει μια και καλή από τη Βίβλο».

Τέλος, και η σύντομη Επιστολή Ιούδα, η τελευταία επιστολή της Καινής Διαθήκης, η οποία στον πρώτο στίχο ισχυρίζεται ότι γράφτηκε από τον «Ιούδα, το δούλο του Ιησού Χριστού, αδελφό του Ιακώβου», ανήκει στα πλαστά κείμενα της «Αγίας Γραφής», αφού αποκλείεται «αυτό το στοιχείο να αληθεύει ιστορικά». Πολύ περισσότερο παραπέμπει και η Επιστολή Ιούδα «σαφέστατα σε μεταγενέστερες εποχές» (Marxsen).

Έτσι είναι γεγονός «ότι πολύ νωρίς ήδη γίνονταν πλαστογραφίες στο όνομα των Αποστόλων» (Speyer), ωστόσο προβάλλεται προσεκτικά η γνησιότητα, οι «Απόστολοι» αναφέρουν το όνομα τους και ομιλούν σε πρώτο πρόσωπο. Γεγονός είναι επίσης ότι, όπως τονίζει ο θεολόγος Marxsen, «από όλα τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, μπορούμε να δώσουμε με βεβαιότητα μόνο το στοιχείο δύο ονομάτων: του Παύλου και του Ιωάννη (του συγγραφέα της Αποκάλυψης)». Και γεγονός είναι, τέλος, και μάλιστα το πιο αξιοσημείωτο, ότι περισσότερα από τα μισά αρχαία βιβλία της Καινής Διαθήκης δεν είναι γνήσια, δηλαδή είτε είναι τελείως πλαστά είτε έχουν ψεύτικο όνομα συγγραφέα. Ότι εκτός αυτού στο «Βιβλίο των βιβλίων» υπάρχει και πληθώρα πλαστογραφιών με τη μορφή παρεμβάσεων, θα καταδειχτεί pars pro toto (μερικώς αντί του συνόλου).




ΠΗΓΗ

«Αγία Γραφή»: Το μεγαλύτερο παραμύθι τού κόσμου - Η Βίβλος τού μίσους, τής κτηνωδίας και τής πλαστογραφίας | Πάρε-Δώσε http://www.pare-dose.net/3129#ixzz3zJuDRhCU

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου