Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

ΟΙ ΠΛΑΣΤΕΣ «ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ» ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ


Μια μακρά σειρά σημαντικών κειμένων της Καινής Διαθήκης ισχυρίζεται λίγο ή πολύ ότι γράφτηκε σίγουρα από Αποστόλους. 



Στην περίπτωση μερικών από αυτά τα κείμενα μπορεί κανείς να αμφιβάλλει αν υπάρχει πράγματι το στοιχείο της σκόπιμης εξαπάτησης, σε άλλα είναι πιθανό, σε άλλα πάλι βέβαιο· γιατί πιστοποιούν σαφώς τη γνησιότητα, αν και δεν είναι αλήθεια. Κύρια πρόθεση εδώ είναι να δώσουν αποστολική βάση στα πράγματα, κυρίως όμως στις περαιτέρω επιδιώξεις τους, ώστε να αποκτήσουν ισχύ κανόνα. Έτσι πλαστογραφήθηκαν στην Καινή Διαθήκη πολλές επιστολές στο όνομα του αρχαιότερου χριστιανού συγγραφέα, του Παύλου, ο οποίος, ωστόσο, ο ίδιος ομολογεί ότι το μόνο σημαντικό είναι να ομολογήσουμε το Χριστό «με ή χωρίς υστεροβουλία».

Εντελώς πλαστές στο Corpus Paulinum είναι οι δύο επιστολές «Προς Τιμόθεο» και η επιστολή «Προς Τίτο», οι αποκαλούμενες ποιμαντικές επιστολές. Ήταν γνωστές στο χριστιανικό κόσμο από τα μέσα του 2ου αιώνα και τελικά συγκαταλέγονταν ασύστολα στην Καινή Διαθήκη ως επιστολές του Παύλου -μέχρι τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα. Και στις τρεις επιστολές που γράφτηκαν πιθανώς στη Μικρά Ασία στις αρχές του 2ου αιώνα, ο πλαστογράφος αυτοχαρακτηρίζεται από την αρχή ως «ο Παύλος, ένας από τους Αποστόλους του Ιησού Χριστού». Γράφει σε πρώτο πρόσωπο και υπερηφανεύεται ότι είναι συνετός «ως κήρυκας και Απόστολος -λέω την αλήθεια και δεν ψεύδομαι-, ως διδάσκαλος των ειδωλολατρών στην πίστη και την αλήθεια». Καταφέρεται σκληρά εναντίον των «αιρετικών», μερικούς από τους οποίους έχει ήδη «παραδώσει στο Σατανά». Επικρίνει «τα ανίερα, παιδαριώδη παραμύθια», «την υποκρισία των ψευδολόγων», «τους άχρηστους, φλύαρους και πλάνους», κυρίως τους Ιουδαίους, «στους οποίους πρέπει να κλείσουμε το στόμα». Αλλά φιμώνει και τις γυναίκες: «Σε γυναίκα δεν επέτρεψα να διδάσκει, ούτε να σηκώσει το ανάστημα της πάνω από τον άντρα της, αλλά τη διέταξα να σωπάσει». Και κατά τον ίδιο τρόπο έπρεπε να λουφάξουν και οι σκλάβοι και «να αποδίδουν κάθε σεβασμό στους κυρίους τους».

Αυτά τα τρία κατασκευάσματα, τα οποία απουσιάζουν χαρακτηριστικά από τις αρχαιότατες συλλογές των επιστολών του Παύλου, αναγνωρίστηκαν ως πλαστά ήδη από τον Μαρκίωνα. Ίσως μάλιστα τα δημιούργησαν, για να αντικρούσουν το Μαρκίωνα, επικαλούμενοι τον Παύλο, όπως έκαναν και με άλλα πλαστά εκκλησιαστικά κείμενα το 2ο και 3ο αιώνα. Και μιλάει από μόνο του το γεγονός ότι αυτές οι πλαστές «επιστολές του Παύλου» οι οποίες είναι πολύ μεταγενέστερες και γι' αυτό το λόγο εξελιγμένες ως προς τη θεολογία και το εκκλησιαστικό Δίκαιο, πολύ σύντομα έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς στον καθολικισμό -διακεκριμένοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς αρέσκονταν να τις παραθέτουν και τις χρησιμοποιούσαν ως όπλο εναντίον των γνήσιων επιστολών του Παύλου- ώστε μάλιστα πρώτες οι πλαστογραφίες χάρισαν την αναγνώριση στον Παύλο, κάνοντας άνθρωπο της καθολικής Εκκλησίας αυτόν που σχεδόν είχαν ανακηρύξει σε αιρετικό. Ακριβώς σε αυτές στήριζαν ύστερα οι πάπες αμέτρητες φορές τους αφορισμούς τους ενάντια σε «αιρετικούς» και κέρδιζαν τη μάχη της επίσημης αναγνώρισης των διδασκαλικών κρίσεων τους. Εναντίον της γνησιότητας των ποιμαντικών επιστολών συνηγορούν ιστορικοί, αλλά και θεολόγοι και γλωσσολόγοι, και στο μεταξύ αυτοί οι λόγοι δεν έχουν μόνο πληθύνει, αλλά έχουν γίνει και πολύ ακριβείς. «Για τους ευαγγελικούς ερευνητές», γράφει ο Wolfgang Speyer, ένας από τους καλύτερους γνώστες της λογοτεχνικής πλαστογραφίας της αρχαιότητας, «η ψευδεπιγραφία των δύο Επιστολών προς Τιμόθεο και της Επιστολής προς Τίτο θεωρείται αποδεδειγμένη». Ο θεολόγος von Campenhausen κάνει λόγο για «πλαστογραφίες ασυνήθιστα υψηλού πνευματικού επιπέδου» και τις αποδίδει στον Άγιο Πολύκαρπο, «το γέροντα αρχιερέα της Ασίας».

Περισσότερο συντηρητικοί λόγιοι χρησιμοποιούν, δεδομένης της απόκλισης από τις (με βεβαιότητα) γνήσιες επιστολές του Παύλου, την «υπόθεση του γραμματέα», σύμφωνα με την οποία συγγραφέας ήταν κάποιος γραμματέας του Παύλου ο οποίος θα πρέπει να τον συνόδευε για πολύ καιρό. («Ωστόσο η παράδοση δεν γνωρίζει τίποτα σχετικά με έναν τέτοιο άνθρωπο»: Λεξικό της Βίβλου.) Ή επιμένουν στην «υπόθεση των αποσπασμάτων», δηλαδή στην παραδοχή ότι ανάμεσα στα πλαστά τμήματα υπήρχαν και γνήσια, πραγματικά κείμενα του Παύλου. Ακόμη και για τον Schelkle όμως οι ποιμαντικές επιστολές «δεν φαίνονται μόνο απλά διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά και μεταγενέστερες των γνήσιων επιστολών του Παύλου».


Κατά πάσα πιθανότητα, όπως δέχονται συχνά και για σοβαρούς λόγους, η Β' Επιστολή προς Θεσσαλονικείς με το όνομα του Παύλου «συντάχτηκε συνειδητά ως πλαστογραφία» (Lindemann). Για πρώτη φορά αμφισβητήθηκε η γνησιότητα της Β' Επιστολής προς Θεσσαλονικείς το 1801 από τον J. Ε. Chr. Schmidt, ύστερα ή άποψη της πλαστότητας επιβλήθηκε κυρίως από τον W. Wrede το 1903. Στις αρχές της δεκαετίας του '30, ερευνητές όπως οι Α. Jiilicher και Ε. Fascher ήταν της γνώμης ότι «δεν χάνουμε και πολλά πράγματα» διαπιστώνοντας ότι δεν είναι ο Παύλος ο πραγματικός συγγραφέας της επιστολής. Εντάξει, εμείς όχι. Αλλά οι πιστοί της Βίβλου. Διότι πώς μπορούν να συμβιβαστούν με την ιδέα ότι επί δύο χιλιετίες αυτή η πλαστογραφία (και όχι μόνο αυτή) βρισκόταν και εξακολουθεί μάλιστα να βρίσκεται σε «ιερό κείμενο», στη δική τους «Αγία Γραφή»; Με την ιδέα ότι ο πλαστογράφος, ο οποίος έχει ως κύριο στόχο του να εξαλείψει τις αμφιβολίες για τη Δευτέρα Παρουσία, την επάνοδο του Κυρίου που καθυστερεί, στο τέλος της επιστολής του πιστοποιεί τη γνησιότητα της, τονίζοντας ακόμη και το ιδιόχειρο γράψιμο του Παύλου: «Τον χαιρετισμό τον γράφω εγώ ο Παύλος με το ίδιο μου το χέρι. Αυτό είναι σημάδι γνησιότητας σε κάθε επιστολή. Έτσι γράφω...»; Με το γεγονός ότι ο πλαστογράφος, ο οποίος μέχρι τώρα παραμένει άγνωστος, δεν παραλείπει να προειδοποιήσει και για πλαστογραφίες, προφανώς για να αποσπάσει την προσοχή μας και να μη δούμε το πρόβλημα γνησιότητας στη δική του περίπτωση: Κανείς δεν πρέπει να αφήσει να τον αναστατώσει «ούτε κάποια αποκάλυψη του πνεύματος, ούτε λόγια ή επιστολή που προέρχεται δήθεν από εμάς, ότι έφτανε τάχα η ημέρα του Κυρίου. Κανείς μη σας εξαπατήσει με κανέναν τρόπο...»; Επομένως, έχει πλήρη συνείδηση της δικής του απάτης. Αλλά σαν να μην έφταναν αυτά: με μια πλαστή επιστολή του Παύλου θέλει να απαξιώσει μια γνήσια επιστολή του Παύλου. Έτσι «σήμερα πλέον σπάνια μόνο υποστηρίζουν» τη γνησιότητα της Β' Επιστολής προς Θεσσαλονικείς (W. Marxsen).

Και για την Επιστολή προς Κολοσσαείς η πλειοψηφία των ερευνητών θεωρεί ότι δεν προέρχεται από τον Παύλο ή ότι είναι έργο κάποιου «Δευτεροπαύλου» ή «Αντιπαύλου». Και κατά πάσα πιθανότητα και η Επιστολή προς Εφεσίους, η οποία έχει στενή συγγένεια με την προηγούμενη και θεωρείτο εξαρχής ως επιστολή του Παύλου, είναι «συνειδητά» πλαστογραφημένη. Χαρακτηριστικά, βρίσκουμε εδώ απόηχους από όλες τις σημαντικές επιστολές του Παύλου, ιδιαίτερα από την Επιστολή προς Κολοσσαείς, από την οποία πολλές διατυπώσεις προέρχονται σχεδόν κατά λέξη· καθώς το λεξιλόγιο είναι έντονα ρητορικό, η επιστολή αυτή βασικά δεν είναι επιστολή αλλά ένα είδος «διαλογισμού σε μεγάλα χριστιανικά θέματα» (Guthrie), μια «μυστηριακή ή σοφή ομιλία» (Schlier). Και σε καμία άλλη επιστολή του Παύλου δεν χρησιμοποιείται η λέξη «Εκκλησία» τόσο αποκλειστικά με την καθολική έννοια της.

Η Επιστολή προς Εβραίους, γραμμένη από κάποιον άγνωστο ίσως στα τέλη του 1ου αιώνα, παραδόθηκε αρχικά ανώνυμη και δεν συνδέθηκε από κανένα αρχαίο χειρόγραφο με το όνομα του Παύλου. Δεν περιέχει καν το όνομα του Παύλου, αλλά στο τέλος έχει, «με καθαρή σκοπιμότητα, τις διατυπώσεις με τις οποίες τελειώνουν συνήθως οι επιστολές του Παύλου» (Lietzmann). Μέχρι περίπου τα μέσα του 4ου αιώνα εξακολουθούσε να μη θεωρείται ούτε αποστολικό έργο ούτε έργο του Παύλου ούτε κανονική, ωστόσο ακόμη κι έτσι συμπεριλήφθηκε στη Καινή Διαθήκη ως επιστολή του «Παύλου», και σχεδόν μέχρι το Λούθηρο τη θεωρούσαν γενικά ως τέτοια. Ο Μεταρρυθμιστής όμως το αμφισβήτησε αυτό, βρήκε εκεί ξύλα, σανό και άχυρα, «μια επιστολή συνθεμένη από πολλά κομμάτια». Και σήμερα, ακόμη και οι καθολικοί σπάνια αποδίδουν την Επιστολή προς Εβραίους στον «Παύλο». Από το 2ο αιώνα όμως η ορθόδοξη παράδοση την απέδωσε σε αυτόν. Βρίσκεται στα λειτουργικά και επίσημα βιβλία της καθολικής Εκκλησίας ως «Επιστολή του Αγίου Αποστόλου Παύλου προς Εβραίους». Όπως επίσης και στην Καινή Διαθήκη, στη λατινική μετάφραση της (όχι στο ελληνικό κείμενο). Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε ούτε πού ούτε από ποιον γράφτηκε. Και όλα τα ονόματα τα οποία έχουν αναφέρει ή

θα μπορούσαν να αναφέρουν, δεν είναι τίποτα παρά στάχτη στα μάτια. Οι υπόλοιπες επιστολές του Παύλου θεωρούνται γνήσιες από την κριτική θεολογία, αλλά περιέχουν, όπως και άλλα βιβλία της Καινής Διαθήκης, μεμονωμένες πλαστογραφίες. Επομένως, έξι ολόκληρες επιστολές οι οποίες ισχυρίζονται, χρησιμοποιώντας τη δική του ομολογία, ότι γράφτηκαν από τον Παύλο, είναι στην πραγματικότητα δευτεροπαυλικές και όχι του Παύλου, αλλά περιλαμβάνονται στη Βίβλο ως επιστολές του Παύλου. Εάν προσθέσουμε σε αυτές και την Επιστολή προς Εβραίους, έχουμε μάλιστα επτά.



ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου