Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

ΤΑ ΨΕΥΔΕΠΙΓΡΑΦΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ


Λόγω της μεγάλης σημασίας της «αποστολικής παράδοσης» στον αποκαλούμενο χριστιανικό κόσμο της Μεγάλης Εκκλησίας, η καθολική Εκκλησία παρουσίασε όλα τα Ευαγγέλια ως βιβλία των Πρωταποστόλων ή μαθητών των Αποστόλων, πράγμα που θεμελίωσε βασικά το κύρος της. 



Αλλά είναι εντελώς αναπόδειχτο ότι ο Μάρκος και ο Λουκάς, με των οποίων τα ονόματα τιτλοφορούνται τα αντίστοιχα Ευαγγέλια, είναι μαθητές των Αποστόλων ότι ο Μάρκος ταυτίζεται με το συνοδοιπόρο του Πέτρου, ο Λουκάς με το σύντροφο του Παύλου. Και τα τέσσερα Ευαγγέλια παραδόθηκαν ανώνυμα. Η πρώτη εκκλησιαστική μαρτυρία για τον «Μάρκο», τον αρχαιότερο των Ευαγγελιστών, προέρχεται από τον επίσκοπο Παπία της Ιεράπολης, από τα μέσα του 2ου αιώνα. Αλλά σε νεότερες εποχές όλο και περισσότεροι ερευνητές ασκούν κριτική στο ντοκουμέντο του Παπία, το χαρακτηρίζουν «άνευ ιστορικής αξίας» (Marxsen), και ο ίδιος παραδέχεται ότι ο Μάρκος «δεν άκουσε και δεν συνόδευσε τον Κύριο». Και είναι τουλάχιστον αμφίβολο αν ο Λουκάς ήταν μαθητής του Παύλου, αφού στο Ευαγγέλιο του Λουκά λείπουν ειδικά οι χαρακτηριστικές αντιλήψεις του Παύλου.

Αντίθετα έχει αποδειχτεί ότι ο Απόστολος Ματθαίος, ο μαθητής του Ιησού, δεν είναι ο συγγραφέας του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου (που όπως δέχονται ως επί το πλείστον προέκυψε μεταξύ 70-90). Δεν γνωρίζουμε καν πώς απέκτησε τη φήμη του Ευαγγελιστή. Η πρώτη μαρτυρία οφείλεται προφανώς στον εκκλησιαστικό ιστοριογράφο Ευσέβιο που με τη σειρά του αναφέρεται σχετικά στον επίσκοπο Παπία, για τον οποίο ο ίδιος γράφει ότι πρέπει «να είχε πολύ περιορισμένες πνευματικές ικανότητες». Ο τίτλος «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» προέρχεται από μεταγενέστερη εποχή. Τον βρίσκουμε πρώτα στον Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα και τον Τερτυλλιανό που και οι δύο πέθαναν τα πρώτα χρόνια του 3ου αιώνα. Εάν, εξάλλου, είχε συγγράψει το Ευαγγέλιο που φέρει το όνομα του ο Ματθαίος, ο σύγχρονος της εποχής του Ιησού που άκουσε τη δράση του με τα ίδια του τα αφτιά και την είδε με τα ίδια του τα μάτια, τότε θα χρειαζόταν να στηρίζεται τόσο λεπτομερειακά στο Μάρκο; Τόσο αδύναμη μνήμη είχε; Τόσο λίγη έμπνευση;

Όπως και να έχει το πράγμα, ολόκληρη η κριτική επιστήμη της Βίβλου βλέπει το όνομα του Αποστόλου Ματθαίου να αναγράφεται λανθασμένα πάνω από το Ευαγγέλιο, καθώς αυτό δεν γράφτηκε, όπως ισχυρίζεται η παλαιά εκκλησιαστική παράδοση, αρχικά στα εβραϊκά αλλά στα ελληνικά. Δεν υπάρχει κανένας γνωστός που να είδε το δήθεν αραμαϊκό πρωτότυπο, κανένας γνωστός που να το μετέφερε στα ελληνικά, και κανενός είδους υπολείμματα αραμαίκού πρωτότυπου κειμένου δεν σώζεται σε χειρόγραφα ή έστω ως παράθεμα. Δικαίως συγκαταλέγει ο Wolfgang Speyer το Ευαγγέλιο του Ματθαίου στις «πλαστογραφίες με το προσωπείο θρησκευτικών αποκαλύψεων». Ο Κ. Stendahl εικάζει ότι δεν είναι το έργο ενός και μόνο ανθρώπου, αλλά μιας «σχολής». Πάντως δεν ανάγεται σε αυτόπτες μάρτυρες -πράγμα που είναι το συμπέρασμα ολόκληρης της μη καθολικής βιβλικής έρευνας.

Οι Πράξεις και τα τρία πρώτα Ευαγγέλια δεν ήταν «ορθώνυμα» (δεν είχαν υπογραφεί με το αληθινό όνομα τους) ούτε ψευδώνυμα, παρά ανώνυμα προϊόντα, όπως και κάποια άλλα μεγάλα έργα της πρωτοχριστιανικής εποχής, π.χ. η Επιστολή προς Εβραίους στην Καινή Διαθήκη. Κανένας συγγραφέας των κανονικών Ευαγγελίων δεν αναφέρει το όνομα του, δεν αναφέρει καν εγγυητές, όπως κάνουν τόσο συχνά μεταγενέστερες χριστιανικές πραγματείες. Η Εκκλησία ήταν η πρώτη που απέδωσε αυτά τα κείμενα που είχαν παραδοθεί στο σύνολο τους ανώνυμα σε κάποιον Απόστολο και σε μαθητές Αποστόλων. Αλλά οι προσθήκες ονομάτων είναι «πλαστογραφία, είναι «λογοτεχνική απάτη» (Heinrici). «Με βεβαιότητα "γνήσιες", αποστολικές», τονίζει ο Arnold Meyer «είναι μόνο οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου ο οποίος δεν ήταν άμεσος μαθητής του Ιησού». Αλλά και όλες οι επιστολές που φέρουν το όνομα του Παύλου δεν προέρχονται καθόλου από αυτόν.




Η Εκκλησία αποδίδει από τα τέλη του 2ου αιώνα, από την εποχή του Ειρηναίου, αν και αρχικά όχι χωρίς αμφισβήτηση, εσφαλμένα το τέταρτο Ευαγγέλιο στον Απόστολο Ιωάννη, από τον οποίο το αφαιρεί σύσσωμη η κριτική χριστιανική επιστήμη της Βίβλου εδώ και δύο αιώνες περίπου, πράγμα για το οποίο υπάρχει σειρά βαρυσήμαντων λόγων. Ο συγγραφέας του τέταρτου Ευαγγελίου, ο οποίος προκλητικά δεν αναφέρει όνομα, ισχυρίζεται μεν ότι έγερνε στο στήθος του Ιησού και ότι ήταν φερέγγυος αυτόπτης μάρτυρας, αφού τονίζει πανηγυρικά και κατ' επανάληψη «ότι η μαρτυρία του είναι αληθής», ότι «τα είδε αυτά... και η μαρτυρία του είναι αληθινή, και γνωρίζει ότι λέει την αλήθεια, για να την πιστέψετε και εσείς...», αλλά αυτό το Ευαγγέλιο προέκυψε το νωρίτερο γύρω στο 100, και ο Απόστολος Ιωάννης είχε θανατωθεί καιρό πριν, είτε το έτος 44 ή, πιθανότερο, το 62. Και ο εκκλησιαστικός Πατέρας Ειρηναίος ο οποίος ισχυρίζεται πρώτος τη συγγραφική πατρότητα του Αποστόλου Ιωάννη, τον συγχέει (τον βάζει να ζει ακόμη στην Έφέσο) μάλλον σκόπιμα, όπως αρμόζει σε χριστιανό άγιο, με κάποιον πρεσβύτερο Ιωάννη της Εφέσου. Και ο συγγραφέας της Β' και Γ' Επιστολής Ιωάννη, τις οποίες αποδίδουν παρομοίως στον Απόστολο Ιωάννη, αυτοχαρακτηρίζεται στην αρχή της καθεμίας ως «ο πρεσβύτερος»! (Μία παρόμοια σύγχυση υπήρχε και ανάμεσα στον Απόστολο Φίλιππο και το «διάκονο» Φίλιππο). Ακόμη και ο πάπας Δάμασος Α', στον κανόνα του (382), δεν απέδωσε τις δύο επιστολές του Ιωάννη στον Απόστολο αλλά σε κάποιον «άλλο Ιωάννη, τον πρεσβύτερο». Και ακόμη και ο εκκλησιαστικός διδάσκαλος Ιερώνυμος αφαίρεσε από τον Απόστολο τη συγγραφική πατρότητα της Β' και Γ' Επιστολής Ιωάννη. Αλλά τώρα ο Άγιος επίσκοπος Ειρηναίος, ο οποίος κατά τα τέλη του 2ου αιώνα αποδίδει το Ευαγγέλιο στον Απόστολο Ιωάννη, είτε μπέρδεψε σκόπιμα αυτό το όνομα είτε όχι, σίγουρα έκανε επανειλημμένα λάθος· αφού π.χ. ισχυρίζεται επίσης ότι σύμφωνα με τα Ευαγγέλια και την παράδοση του Αποστόλου Ιωάννη, ο Ιησούς δίδασκε δημόσια επί εικοσαετίας και σταυρώθηκε στα πενήντα του χρόνια επί αυτοκράτορα Κλαύδιου. Αξίζει πίστης τέτοιος μάρτυρας, αφού και σε άλλες περιπτώσεις τον χαρακτήριζε η «επιτηδευμένη αναλήθεια» (Eduard Schwartz), ωστόσο δίδασκε ότι «παντού η Εκκλησία κηρύττει την αλήθεια»;

Και η Αποκάλυψη του Ιωάννη, της οποίας ο συγγραφέας αυτοαποκαλείται στην αρχή και προς το τέλος Ιωάννης και δούλος του Θεού, αδελφός των χριστιανών, ωστόσο δεν εμφανίζεται καθόλου ως Απόστολος αλλά ως προφήτης, σύμφωνα με θεωρία της αρχαίας Εκκλησίας γράφτηκε από τον γιο του Ζεβεδαίου, τον Απόστολο Ιωάννη. Διότι φυσικά χρειάζονταν μια «αποστολική» παράδοση, για να διασφαλίσουν το κανονικό κύρος του βιβλίου. Τώρα το κύρος δεν κράτησε πολύ. Η χριστιανική Αποκάλυψη η οποία κατέλαβε ίσα-ίσα την τελευταία θέση στην Καινή Διαθήκη, απορρίφθηκε ήδη τον 2ο αιώνα από τους επονομαζόμενους Άλογους, κριτικούς της Βίβλου οι οποίοι κατά τα άλλα δεν αρνούνταν το δόγμα. Αλλά και ο μαθητής του Ωριγένη, ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Διονύσιος (πέθανε το 264/5), στον οποίο έδωσαν το προσωνύμιο «ο Μέγας», αμφισβήτησε αποφασιστικά τη συγγραφή της Αποκάλυψης από τον Απόστολο Ιωάννη. Ο επίσκοπος Διονύσιος δηλώνει ότι ήδη νωρίς «απέρριψαν και αρνήθηκαν εντελώς» οι χριστιανοί την «Αποκάλυψη του Ιωάννη». «Την κατέκριναν κεφάλαιο προς κεφάλαιο και δήλωσαν ότι στο κείμενο έλειπε το νόημα και η συνοχή και ότι ο τίτλος ήταν λανθασμένος. Ισχυρίζονται, δηλαδή, ότι δεν προέρχεται από τον Ιωάννη και γενικά δεν είναι αποκάλυψη, καθώς τυλίγεται σε τόσο πυκνά πέπλα ακατανοησίας. Ο συγγραφέας αυτού του κειμένου δεν ήταν Απόστολος, ούτε καν άγιος ή μέλος της Εκκλησίας, αλλά ο Κήρινθος ο οποίος είχε ιδρύσει την κηρινθιακή αίρεση που είχε πάρει το όνομα της από αυτόν και ήθελε να δώσει στο πλαστογράφημά του ένα αξιόπιστο όνομα». Επισημαίνει ότι ο Ευαγγελιστής δεν αναφέρει πουθενά το όνομα του, «ούτε στο Ευαγγέλιο ούτε στην επιστολή», ενώ το όνομα Ιωάννης δεν υπάρχει ούτε στην αρχή «της αποκαλούμενης Β' και Γ' Επιστολής Ιωάννη», όπου, χωρίς να αναφέρεται όνομα, γράφεται μόνο «ο πρεσβύτερος». Αντιθέτως, ο συγγραφέας της Αποκάλυψης έβαλε το όνομα του στην πρώτη θέση. Και σαν να μην του έφτανε αυτό. «Επαναλαμβάνει: "Εγώ, ο Ιωάννης, ο αδελφός σας, που με τη δύναμη του Ιησού Χριστού συμμερίζομαι μαζί σας τους κατατρεγμούς κι υπομονετικά προσμένω τον ερχομό της βασιλείας του Θεού, βρέθηκα εξόριστος στο νησί της Πάτμου, γιατί κήρυξα το λόγο του Θεού και ομολόγησα τον Ιησού Χριστό". Και στο τέλος είπε τα εξής: "Μακάριος όποιος φυλάξει τα λόγια της προφητείας αυτού του βιβλίου, μακάριος κι εγώ, ο Ιωάννης, που τα είδε και τα άκουσε". Το ότι ήταν κάποιος Ιωάννης αυτός που έγραψε αυτά τα λόγια, πρέπει να το πιστέψουμε, επειδή το λέει. Αλλά ποιος Ιωάννης ήταν, δεν είναι γνωστό. Διότι δεν χαρακτήρισε τον εαυτό του, όπως λέγεται συχνά στο Ευαγγέλιο, ως το μαθητή τον οποίον αγαπούσε ο Κύριος, ή ως εκείνον που έκλινε στο στήθος του, ή ως τον αδερφό του Ιακώβου ή ως εκείνον ο οποίος είδε τον Κύριο με τα ίδια του τα μάτια και τον άκουσε με τα ίδια του τα αφτιά».

Συνεπώς, κανένα από τα τέσσερα Ευαγγέλια δεν γράφτηκε από «Πρωταπόστολο». Ούτε το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο γράφτηκε από τον Απόστολο Ματθαίο, ούτε το Κατά Ιωάννην από τον Απόστολο Ιωάννη, ούτε η Αποκάλυψη του Ιωάννη γράφτηκε από τον Απόστολο. Αλλά αφού οι άνθρωποι κατάφεραν να μιλάνε στην Παλαιά Διαθήκη εντελώς ελεύθερα σαν ήταν ο Θεός, γιατί να μη βάλουν στην Καινή Διαθήκη οτιδήποτε στο στόμα του Ιησού και των μαθητών του, οι οποίοι μάλιστα ήταν για τους χριστιανούς η τρίτη αυθεντία δίπλα στην Παλαιά Διαθήκη και τον Ιησού;
ΠΗΓΗ

 
«Αγία Γραφή»: Το μεγαλύτερο παραμύθι τού κόσμου - Η Βίβλος τού μίσους, τής κτηνωδίας και τής πλαστογραφίας | Πάρε-Δώσε http://www.pare-dose.net/3129#ixzz3zJh97V7u

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου